παράπληκτος

From LSJ
Revision as of 13:16, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράπληκτος Medium diacritics: παράπληκτος Low diacritics: παράπληκτος Capitals: ΠΑΡΑΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: paráplēktos Transliteration B: paraplēktos Transliteration C: parapliktos Beta Code: para/plhktos

English (LSJ)

Dor. παράπλακτος, ον, frenzy-stricken, χείρ S. Aj. 230 (lyr.) ; ὀμφά Melanipp. 4.4 ; mad, LXX De. 28.34. = παραπληκτικός, π. τὰ δεξιὰ ἢ τὰ ἀριστερά Hp. Aër. 10.

German (Pape)

[Seite 494] verrückt, wahnsinnig, wüthend; χείρ, Soph. Ai. 226; vgl. Melanippid. bei Ath. X, 429 c. – Gew. = Vorigem, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

παράπληκτος: -ον, μαινόμενος, μανικός, χεὶρ Σοφ. Αἴ. 230· ὀμφὰ Μελάνιππ. 4. 4. ΙΙ. = τῷ παραπληκτικός, Ἱππ. π. Ἀέρ. 287.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé de démence.
Étymologie: παραπλήσσω.

Greek Monolingual

-η, -ο / παράπληκτος, -ον, δωρ. τ. παράπλακτος, -ον, ΝΜΑ παραπλήσσω
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από παραπληγία, παραπληγικός
μσν.
(το ουδ. ως επίρρ.) παράπληκτον
με μανιώδη τρόπο, με μανία
αρχ.
1. μανιακός, παράφρονας, τρελός
2. αυτός που έχει προσβληθεί από παραπληγία («τοὺς δὲ παραπλήκτους γίνεσθαι τὰ δεξιὰ ἤ τὰ ἀριστερά», Ιπποκρ.).

Greek Monotonic

παράπληκτος: -ον (πλήσσω), πληγμένος από μανία, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

παράπληκτος: пораженный безумием, неистовый (χείρ, sc. Αἴαντος Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράπληκτος -ον [παραπλήττω] halfzijdig verlamd. waanzinnig.

Middle Liddell

παρά-πληκτος, ον, πλήσσω
frenzy-stricken, Soph.