πυκτίς
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
(A), ίδος, ἡ, as if πτυκτίς, A picture, AP9.346 (Leon. Alex.). II parchment codex, Gal.12.423.
πυκτίς (B), ίδος, prob. ἡ, an unknown animal, perhaps the A badger, v.l. in Ar.Ach.879 (sed leg. πικτίδας).
German (Pape)
[Seite 817] wahrscheinlich ἡ, ein sonst unbekanntes Thier bei Ar. Ach. 844, vielleicht der Biber; v. l. ist πικτίς, welche Dind. vorzieht. ἡ, = πυκτίον, Schreibtafel, γραπτή, Archi. 26 (IX, 346).
Greek (Liddell-Scott)
πυκτίς: -ίδος, ἡ, = πυκτίον, πινακὶς πρὸς γραφήν, Ἀνθ. Π. 9. 346, Γαλην., κτλ.
French (Bailly abrégé)
1ίδος (ἡ) :
γραπτὴ πυκτίς tableau.
Étymologie: πτυκτός, avec dissim.
2ίδος (ἡ) :
dout. p. πικτίς.
Greek Monolingual
(I)
-ίδος, ἡ, ΜΑ
μσν.
βιβλίο
αρχ.
1. πίνακας ζωγραφικής
2. περγαμηνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκτή + επίθημα ίς, -ίδος].
(II)
-ίδος, ἡ, Α
(εσφ. ανάγν. αντί πικτίς) είδος άγνωστου ζώου.
Greek Monotonic
πυκτίς: -ίδος, ἡ, = πυκτίον, πλάκα για γραφή, σε Ανθ.
• πυκτίς: -ίδος, πιθ. ἡ, άγνωστο ζώο, ίσως ο κάστορας, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πυκτίς: ίδος ἡ πτύσσω писчая дощечка Anth.
ίδος ἡ предполож. бобр Arph.
Middle Liddell
πυκτίς, ίδος, ἡ, = πτυκτίον
a writing tablet, Anth.
πυκτίς, ίδος,
prob. an unknown animal, perh. the beaver, Ar.