κακοπινής

From LSJ
Revision as of 18:00, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοπῐνής Medium diacritics: κακοπινής Low diacritics: κακοπινής Capitals: ΚΑΚΟΠΙΝΗΣ
Transliteration A: kakopinḗs Transliteration B: kakopinēs Transliteration C: kakopinis Beta Code: kakopinh/s

English (LSJ)

ές, A filthy, loathsome, κακοπινέστατόν τ' ἄλημα S.Aj. 381 (lyr.); οὐ μόνον τοῖς ἤθεσιν ἀλλὰ καὶ ἕξει Ath.13.565e. Adv.-νῶς, διακείμενος Archig.(?)ap.Aët.3.114.

German (Pape)

[Seite 1302] ές, sehr schmutzig, auch geistig, niederträchtig, Soph. Ai. 374, im superlat.; κακοπινεῖς οὐ μόνον τοῖς ἤθεσιν, ἀλλὰ καὶ ἕξει Ath. XIII, 565 e.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sale, malpropre, impur;
Sp. κακοπινέστατος.
Étymologie: κακός, πίνος.

Greek Monolingual

κακοπινής, -ές (Α)
υπερβολικά ρυπαρός, βδελυρός, φαύλοςκακοπινής οὐ μόνον τοῖς ἤθεσιν ἀλλὰ καὶ ἕξει», Αθήν.).
επίρρ...
κακοπινῶς (Α)
με φαύλο τρόπο, βδελυρώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πινής (< πίνος «ακαθαρσία, λέρα»), πρβλ. αρχαιο-πινής].

Greek Monotonic

κᾰκοπῐνής: -ές (πίνος), υπερβολικά ακάθαρτος, βρώμικος, ρυπαρός, υπερθ. κακοπινέστατος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοπῐνής: грязный, отталкивающий, гадкий (ἄλημα Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοπινής -ές [κακός, πίνος] smerig, weerzinwekkend.

Middle Liddell

κᾰκο-πῐνής, ές πίνος
exceeding filthy, loathsome, Sup. κακοπινέστατος Soph.