οχώ

From LSJ
Revision as of 16:35, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source

Greek Monolingual

(Α ὀχῶ, -έω, δωρ. τ. ὀγχέωὀκχέω)
(συν. το μέσ.) ὀχοῦμαι, -έομαι
μεταφέρομαι με όχημα, επιβαίνω σε άμαξα
αρχ.
1. κρατώ κάτι στερεά, υποστηρίζωἄγκυρα δ' ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη», Ευρ.)
2. υποφέρω, πάσχω («ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον», Πίνδ.)
3. συνεχίζω, εξακολουθώ να κάνω κάτινηπιάας ὀχέω» — εξακολουθώ να ασχολούμαι με παιδικά παιχνίδια, Ομ. Οδ.)
4. φέρω, κρατώ, βαστάζω («διδόασι τοῖς τρισὶ δακτύλοις ὀχοῡντες τὴν φιάλην», Ξεν.)
5. ιππεύω («αὐτὸς βαδίζω... τοῦτον δ' ὀχῶ», Αριστοφ.)
6. μέσ. α) ταξιδεύω με πλοίο
β) συνουσιάζομαι
γ) βρίσκομαι ή κινούμαι στην επιφάνεια υγρού, επιπλέω
7. μέσ. μτφ. α) (σχετικά με εξαρθρωμένο οστό) επιβαίνω σε άλλο οστό
β) συμπορεύομαι, πορεύομαι μαζί («ὁ χρόνος... συνθεῑ [τῇ κινήσει] ὡς ἐπὶ φερομένης ὀχούμενος», Πλωτ.)
8. φρ. α) «ὀχοῦμαι ἐπὶ ῥοπῆς» — βαίνω, προχωρώ με κλίση
β) «ὀχοῦμαι ἐπὶ ἐλπίδος» — διατηρώ το θάρρος μου στηριζόμενος σε ελπίδα
9. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ.) τὰ ὀχούμενα
(ως τίτλος έργου του Αρχιμήδους) τα επιπλέοντα σώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. της μέσης φωνής ὀχέομαι / ὀχοῦμαι αποτελεί επαναληπτικό τ. του ρ. ἔχω (ΙΙ) «φέρω, μεταφέρω» (πρβλ. ποτέομαι: πέτομαι, στροφέω: στρέφω, φοβέω: φέβομαι). Ορισμένες σημ. του ενεργ. τ. ὀχῶ, όπως «κρατώ, βαστάζω, υποφέρω», οφείλονται πιθ. σε παρετυμολογική σύνδεσή του με το ρ. ἔχω (Ι). Ο τ. ὀκχέω είναι πιθ. εκφραστικός].