δίσαβος
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
[ῐ], ον, hyperdor. for δίσηβος, A twice young, AP15.26 (Dosiad.).
German (Pape)
[Seite 642] (ἥβη), zweimal jung, Dosiad. ara 2 (XV, 26).
Greek (Liddell-Scott)
δίσᾱβος: [ῑ], -ον, Δωρ, ἀντὶ δίσηβος, ὁ δὶς ἡβῶν, δὶς νέος, Ἀνθ. Π. 15. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
deux fois jeune, devenu jeune une seconde fois.
Étymologie: δίς, ἥβη.
Spanish (DGE)
(δίσᾱβος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
hiperdor. dos veces joven de Jasón, Dosiad.2.
Greek Monolingual
δίσαβος, -ον (Α)
αυτός που διέρχεται την ήβη για δεύτερη φορά, ο ξανανιωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δίσαβος με υπερδωρισμό αντί δίσηβος < δισ- (βλ. δις) + ήβη].
Greek Monotonic
δίσᾱβος: [ῐ], -ον, Δωρ. αντί δίσηβος, ο δύο φορές νέος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δίσᾱβος: дор. = *δίσηβος.