παρατρέφω

Revision as of 12:00, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

aor. 1 A παρέθρεψα Hdn. (v. infr.) :—Pass., aor. 2 παρετράφην Men.866 :—feed beside or with one, τὸν βουλόμενον Timocl. 9.2; maintain in addition, Arist.Ath.62.2, PSI6.571.15 (iii B. C.); ἵππους, κύνας, Plu. 2.830c, cf. Ael.NA3.1 (Pass.) :—Pass., of slaves, etc., to be brought up with the children, Posidon.36 J., Harp. s.v. μόθωνας ; οὐχ αὑτῷ παρετράφην ἀλλά σοι Men. l. c.; of concubines, live with the wives, Plu.Art.27; of men and animals, feed at another's expense, D.19.200, Men.244, Plu.2.13c. 2 bring up alike, ἀμφοτέρους ἴσους ἐκ παίδων παραθρέψαι Hdn.3.15.5. 3 Pass., to be educated, ἐν φιλοσοφία Plu.2.37e, 138c.

German (Pape)

[Seite 504] (s. τρέφω), daneben od. dabei nähren, bes. von Hausthieren, Plut.; παρετρέφετο τῷ δεσπότῃ, Ath. VI, 211 f; mit einem verächtlichen Nebensinn, gleichsam unnützer Weise füttern, von Menschen, die die Kost nicht werth sind, Dem. 19, 200, ἐν χορηγίοις ἀλλοτρίοις ἐπὶ τῷ τριταγωνιστεῖν ἀγαπητῶς παρατρεφόμενος; Sp., wie Liban. ὥςπερ κηφῆνες ζῶντες, ἐκ τῶν ἀλλοτρίων πόνων παρατρεφόμενοι; vgl. Menand. bei Ath. VI, 248 a.

Greek (Liddell-Scott)

παρατρέφω: τρέφω πλησίον μου, τὸν βουλόμενον Τιμοκλ. ἐν «Ἐπιστολαῖς» 2· ἵππους, κύνας Πλούτ. 2. 830Β, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 1. ― Παθητ., ἐπὶ δούλων, ἀνατρέφομαι μετὰ τῶν τέκνων, Ἀθήν. 211F, Ἀρποκρ.· ἐπὶ προσώπων (οὐχὶ δούλων) ἀνατρέφομαι ἢ τρέφομαι παρά τινος, τινι Συνέσ. 244C· ἐπὶ παλλακῶν, τρέφομαι μετὰ τῶν νομίμων γυναικῶν, Πλουτ. Ἀρτοξ. 27· ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων ἀχρήστων καὶ μάτην τρεφομένων, Δημ. 403. 23, Μένανδρ. ἐν «Θρασυλέοντι» 4, Πλούτ. 2. 13C, ἔνθα ἴδε Wyttenb. 2) ἀνατρέφω ὁμοίως, Ἡρῳδιαν. 3. 15. 3) Παθ., ἐπιπολαίως ἀνατρέφομαι, ἐκπαιδεύομαι, ἐν φιλοσοφίᾳ Πλούτ. 2. 37F, 138C.

French (Bailly abrégé)

1 nourrir auprès de soi, entretenir, acc.;
2 nourrir en passant ou par surcroît : ἐν φιλοσοφία παρατρέφεσθαι PLUT n’être nourri de philosophie qu’en passant, càd superficiellement.
Étymologie: παρά, τρέφω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
τρέφω κάποιον ή κάτι υπέρμετρα, υπερβολικά, τρέφω πάρα πολύ
μσν.-αρχ.
1. παθ. α) (για πρόσ.) τρέφομαι ή ανατρέφομαι από κάποιον («ἦσαν δὲ οὗτοι τῶν ἐπ' οὐδενὶ χρησίμῳ πάλαι ἀνατρεφομένων», Συνέσ.)
β) τρέφομαι ματαίως, ανωφελώς («τότε ύβρίζεσθαι δοκοῦν τες, ὅτι μάτην παρατρέφονται», Πλούτ.)
γ) (για δούλους) ανατρέφομαι μαζί με τα παιδιά κάποιου
δ) (για παλλακίδες) τρέφομαι μαζί με τις νόμιμες γυναίκες
ε) ανατρέφομαι, εκπαιδεύομαι, μορφώνομαι επιπόλαια
2. ανατρέφω με όμοιο τρόπο
3. συντηρώ, διατηρώ επιπλέον («καὶ παρατρέφουσι κήρυκα καὶ ἀθλητήν», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

παρατρέφω: μέλ. -θρέψω, τρέφω μαζί μου — Παθ., λέγεται για ανθρώπους που δεν αξίζουν να τους τρέφει κάποιος, τρέφω με έξοδα άλλου, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

παρατρέφω: кормить у себя, выкармливать, подкармливать (ἵππους Plut.): ἐν φιλοσοφίᾳ παρατρέφεσθαι Plut. получить философское образование.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-τρέφω ook nog voeden; pass. klaploper zijn. Dem. 19.200.

Middle Liddell

fut. -θρέψω
to feed beside another:—Pass., of men not worth their keep, to feed at another's expense, Dem.