ω

From LSJ
Revision as of 09:48, 14 May 2021 by Spiros (talk | contribs)

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source

Greek Monolingual

, ΝΜΑ, και Α
επιφώνημα που χρησιμοποιείται: 1. για να δηλώσει: α) χαρά, έκπληξη, θαυμασμό
β) λύπη, πόνο (α. «ω δυστυχία μου!» β. «ὢ τάλας ἐγώ», Σοφ.)
γ) παράπονο, αγανάκτηση, οργή (α. «ω κακό που μέ βρήκε!» β. «ὢ ὢ κακά», Αισχύλ.)
2. (στην αρχ. και μσν. κυρίως στον τ. ) σε κλητική προσφώνηση και, ιδίως, σε επίκληση θεών (α. «ω θεοί, ω δαίμονες» β. «ὦ Ζεῡ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῡχοι θεοί», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απλό και αυθόρμητο επιφώνημα, που συνδέεται πιθ. με τα λατ. ō, ōh, γοτθ. ο, λιθουαν. o].