οἶδος

From LSJ
Revision as of 17:20, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶδος Medium diacritics: οἶδος Low diacritics: οίδος Capitals: ΟΙΔΟΣ
Transliteration A: oîdos Transliteration B: oidos Transliteration C: oidos Beta Code: oi)=dos

English (LSJ)

εος, τό, A swelling, tumour, produced by internal action, Hp. Fract.25 (v.l. εἶδος), VC17 (Littré for εἰκός), Nic.Th.188, 237, 426; puffiness, Aret.SD1.16.

Greek (Liddell-Scott)

οἶδος: τό, οἴδημα, «πρήξιμον», παραγόμενον ἐξ ἐσωτερικῆς ἐνεργείας, Νικ. Θ. 188, 237, 426, καὶ οὕτως ὁ Littré εἰς Ἱππ. π. Κεφαλ. Τρωμ 910, περὶ Ἀγμ. 767.
(Ἐντεῦθεν οἰδέω, οἰδάνω, οἰδαίνω, οἰδίσκω, οἶδμα)

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
gonflement, grosseur.
Étymologie: DELG étym. peu sûre.

Greek Monolingual

οἶδος, -εος, τὸ (Α)
1. πρήξιμο, οίδημα, το οποίο οφείλεται σε εσωτερική ενέργεια
2. φούσκωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. οἰδῶ «είμαι πρησμένος» ή λ. σχηματισμένη κατά τα κράτος: κρατῶ].

Greek Monotonic

οἶδος: τό, πρήξιμο, εξόγκωμα.

Middle Liddell

οἶδος, εος, τό,
a swelling, tumour.