περίτομος

From LSJ
Revision as of 17:31, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίτομος Medium diacritics: περίτομος Low diacritics: περίτομος Capitals: ΠΕΡΙΤΟΜΟΣ
Transliteration A: perítomos Transliteration B: peritomos Transliteration C: peritomos Beta Code: peri/tomos

English (LSJ)

ον, A cut off all round, abrupt, steep, ὄρος Plb.1.56.4; λόφος D.H.5.19; περίτομα steep places, Inscr.Prien.363.28 (iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 597] ringsum abgeschnitten, steil, praeruptus, abruptus; ὄρος, Pol. 1, 56, 4; Qu. Sm. 5, 19.

Greek (Liddell-Scott)

περίτομος: -ον, ἀπότομος πανταχόθεν, ἀπόκρημνος, Λατ. praepuptus, abruptus, ὄρος Πολύβ. 1. 56, 4· λόφος Διον. Ἁλ. 5. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
coupé tout autour, escarpé de tous les côtés.
Étymologie: περιτέμνω.

Greek Monolingual

-ον, Α περιτέμνω
1. αποκομμένος από παντού, απότομος σε ὁλα τα μέρη («ὄρος περίτομον», Πολ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περίτομα
απόκρημνες θέσεις.

Greek Monotonic

περίτομος: -ον (περιτέμνω), αποσπασμένος, απότομος, απόκρημνος, Λατ. abruptus, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

περίτομος: срезанный отовсюду, т. е. со всех сторон обрывистый, крутой (ὄρος Polyb.).

Middle Liddell

περίτομος, ον, περιτέμνω
cut off all round, abrupt, steep, Lat. abruptus, Polyb.