ἐρώτημα
English (LSJ)
ατος, τό, A that which is asked, question, Th.3.54, etc. ; ἡ πρὸς τὸ ἐ. ἀπόκρισις ib.60; τὰ ἐ. τοῦ ξυνθήματος asking for the password, Id.7.44; ἐ. περί τινος Pl.Prt.336d; ἐ. ἐρέσθαι, Id.Phlb.42e; διπλᾶ ἔστρεφε τὰ -ήματα Id.Euthd.276d. 2 in Stoic terminology, a question requiring the answer 'Yes' or 'No', opp. πύσμα, Chrysipp.Stoic.2.61. II in Dialectic, question inviting an answer which may help to refute an opponent, Arist.APr.64a36(pl.), AP0.77a36, al.
German (Pape)
[Seite 1041] τό, das Gefragte, die vorgelegte Frage, Thuc. 3, 54, τοῖς ἐρωτήμασι χρῆσθαι, fragen, 7, 44; περὶ ὅτου τὸ ἐρ. ἦν Plat. Prot. 336 d; ἐρωτᾶν, ἐρέσθαι, Phil. 42 e Rep. VI, 487 e u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρώτημα: τό, ὡς καὶ νῦν, Θουκ. 3. 54· ἡ πρὸς τὸ ἐρ. ἀπόκρισις αὐτόθι 60 τὰ ἐρ. τοῦ ξυνθήματος, αἱ περὶ τοῦ συνθήματος ἐρωτήσεις. ὁ αὐτ. 7. 44· ἐρ. περί τινος Πλάτ. Πρωτ. 336D· ἐρ. ἐρωτᾶν, ἐρέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 42Ε, Πολ. 487Ε ΙΙ. ἐρώτησις γινομένη πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ προκαλέσῃ τις συμπέρασμα ἐκ τῆς ἀποκρίσεως, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 15, 8, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, 2, κ. ἀλλ.· πρβλ. ἐρωτάω ΙΙ. 2
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
question, interrogation.
Étymologie: ἐρωτάω.
Greek Monolingual
και ρώτημα, το (AM ἐρώτημα) ερωτώ
απορία για διευκρίνηση, πρόβλημα για λύση («μακρότερος λόγος ἐδόθη τῆς πρὸς τὸ ἐρώτημα ἀποκρίσεως», Θουκ.)
νεοελλ.
1. πρόταση που υποβάλλεται σε κάποια αρμόδια αρχή ή υπηρεσία και με την οποία ζητείται απάντηση ή απόφαση πάνω σε ορισμένο θέμα
2. (για σύγγραμμα) θέμα που πραγματεύεται κάποιος
3. φρ. α) «θέλει (και) ρώτημα;» — είναι τόσο αυτονόητο ώστε να μη χρειάζεται συζήτηση
β) «νά ‘χουμε καλό ρώτημα» — να εξηγηθούμε, να διευκρινίσουμε το ζήτημα
αρχ.
(στη διαλεκτική) ερώτηση που γίνεται με σκοπό να βγάλει κάποιος συμπέρασμα από την απάντηση.
Greek Monotonic
ἐρώτημα: -ατος, τό (ἐρωτάω), αυτό που κάποιος ρωτάει, αντικείμενο ερώτησης, σε Θουκ.· τὰ ἐρ. τοῦ ξυνθήματος, οι ερωτήσεις για το σύνθημα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρώτημα: ατος τό
1) вопрос (περί τινος Plat. и εἴ … Thuc.): τοῖς ἐρωτήμασι τοῦ ξυνθήματος πυκνοῖς χρῆσθαι Thuc. то и дело спрашивать о пароле; ἐ. ἐρωτᾶν Plat. задавать вопрос;
2) запрос (ἐ. τι προσπέμπειν τινί Plut.);
3) лог. (наводящий) вопрос (δι᾽ ἐρωτημάτων συλλογίζεσθαι Arst.).
Middle Liddell
ἐρώτημα, ατος, τό, ἐρωτάω
that which is asked, a question, Thuc.; τὰ ἐρ. τοῦ ξυνθήματος asking for the watchword, Thuc.