υποτύπωση

From LSJ
Revision as of 15:53, 25 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source

Greek Monolingual

η / ὑποτύπωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[ὑποτυπῶ/ -ώνω]]
παρουσίαση σε σχέδιο, σε γενικές γραμμές, σχεδιάγραμμα
νεοελλ.
1. (τοπογρ.) η απεικόνιση του εδάφους, με τα οριζόντια και κατακόρυφα χαρακτηριστικά του, υπό κλίμακα, συνήθως, 1:20.000 ή 1:50.000, η οποία διακρίνεται σε κανονική ή τακτική, που γίνεται με μέσα ακριβείας και τυπικούς υπολογισμούς, και σε πρόχειρη ή ταχεία, που γίνεται με απλά μέσα και προσεγγιστικούς υπολογισμούς
2. εκκλ. μία από τις ονομασίες τών τυπικών τών μοναστηριών και άλλων εκκλησιαστικών ιδρυμάτων
μσν.-αρχ.
1. μορφή, σχήμα («ταῦτα ὑποτύπωσιν χριστιανῶν περιέχει πολιτείας», Κλήμ. Αλ.)
2. γνωρίσματα, χαρακτηριστικά («αἱ τῶν εὐαγγελικῶν πολιτευμάτων ὑποτυπώσεις», Βασ.)
3. υπόδειγμα, παράδειγμα («ὡς καὶ ἑτέροις ὑποτύπωσιν εἶναι πολιτείας ἀγγελικῆς», Κύριλλ.)
4. εικόνα, παράσταση («πνευματικῶς οὖν τῶν νοητών ὑποτύπωσιν ποιούμενοι τὰ σωματικά», Ωριγ.)
5. παράσταση, σύμβολο («ποθεῑ δὲ ὁ πιστὸς καὶ τὴν ὅλην ὑποτύπωσιν κατανοῆσαι, πῶς ἔχει πρὸς τὴν ἀλήθειαν», Ιωάνν. Χρυσ.)
6. απόφθεγμα
7. (ρητ.) σχήμα κατά το οποίο παρουσιάζεται ζωηρά κάτι με λίγες λέξεις
8. μτφ. απόδοση σε γενικές γραμμές, σχεδιάγραμμα («οὐ γὰρ ἐστιν ὅροςὑποτύπωσις, ἀλλὰ διαζωγράφησις τῆς τῶν πραγμάτων φύσεως», Ιωάνν. Χρυσ.)
9. στον πληθ. αἱ ὑποτυπώσεις
(φιλοσ.) κύρια σημεία, περίληψη τών χαρακτηριστικών σημείων.