ἐκλογισμός

From LSJ
Revision as of 18:44, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(v.l.)" to "(v.l.)")

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλογισμός Medium diacritics: ἐκλογισμός Low diacritics: εκλογισμός Capitals: ΕΚΛΟΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: eklogismós Transliteration B: eklogismos Transliteration C: eklogismos Beta Code: e)klogismo/s

English (LSJ)

ὁ,
A keeping of accounts, in plural, Inscr.Prien.108.214 (ii B.C.), Phalar.Ep.24; computation, calculation, Haussoullier Cinquantenaire de l'école des hautes études p.88 (Didyma, ii B.C.), Plu.Cat.Mi.36; consideration, reckoning, in plural, Plb.1.59.2, D.H.Th.3, Plu.Oth.9(v.l.), etc.; setting out of grammatical paradigms, D.T.629.8; conclusion of an argument, Hp.Nat.Puer.12.

German (Pape)

[Seite 768] ὁ, die Ausrechnung, Schätzung, Plut. Cat. min. 36; Überlegung, Pol. 1, 59, 2 u. öfter, wie a. Sp.; die Darlegung, Darstellung, D. Hal. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλογισμός: ὁ, ὑπολογισμός, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 36· διαλογισμός, σκέψις, Πολύβ. 1. 59, 2.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 calcul d’une somme d’argent, évaluation d’une fortune ; estimation, appréciation;
2 calcul, réflexion, considération.
Étymologie: ἐκλογίζομαι.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Grafía: inscr. frec. ἐγλ-
I 1consideración, cálculo, reflexión συνορῶντες οὐ προχωροῦν αὑτοῖς τὸ ἔργον κατὰ τοὺς ἐκλογισμούς viendo que el asunto no avanzaba según sus cálculos Plb.1.59.2, cf. 10.6.12, τοῖς ἐκλογισμοῖς χρησάμενος, οἷς ἡμεῖς ἀνώτερον ἐξελογισάμεθα Plb.10.9.3.
2 explicación, razón c. gen. seguido de explicación δῆλος οὖν ὁ ἐ. ἐστι τοῦ πνεύματος, ὅτι ... la explicación de lo que pasa con el aire es clara, que ... Hp.Nat.Puer.12, δύο γάρ σοι μυριάδες ἐκλογισμῶν λελοίπασιν Phalar.Ep.24.
3 c. gen. estudio y exposición metódica ἐ. ἀναλογίας estudio metódico de la analogía D.T.629.8, τῶν ἁμαρτημάτων τοῦ χαρακτῆρος τοῦ λόγου de la obra de Tucídides, D.H.Th.3.1, βασιλικοῦ βίου Clem.Al.Strom.6.4.35.
II econ.
1 contaduría, teneduría τὴν πᾶ[σαν] προ[ε] δρείαν [ἐποή] σατο περί τε το[ὺς ἐ] γλογισμούς de cierto funcionario IPr.108.214 (II a.C.).
2 cuenta presentada, factura κατὰ [τὸν ἀνενηνεγμ] ένον ὑπ' αὐτῶν ἐπὶ τὸ νεωποιεῖον ἐγλογισμόν Didyma 40.9 (II a.C.).
3 cálculo, valoración τῆς οὐσίας Plu.Crass.2, προσάγειν τὸν ἔσχατον ἐκλογισμόν conseguir el precio más alto Plu.Cat.Mi.36.

Greek Monolingual

ἐκλογισμός, ο (AM)
επιλογή, διήγηση
αρχ.
1. υπολογισμός
2. σκέψη, διαλογισμός
3. το συμπέρασμα που βγαίνει από μια υπόθεση.

Greek Monotonic

ἐκλογισμός: ὁ, υπολογισμός, λογαριασμός, εκτίμηση, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκλογισμός:
1) исчисление, подсчет (τῆς οὐσίας Plut.);
2) преимущ. pl. обдумывание, обсуждение (ἐκλογισμοὶ ἀκριβέστατοι Polyb.; περί τινος Plut.).

Middle Liddell

ἐκλογισμός, ὁ, [from ἐκλογίζομαι
a computation, calculation, Plut.