μυάκανθος

From LSJ
Revision as of 12:53, 8 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠάκανθος Medium diacritics: μυάκανθος Low diacritics: μυάκανθος Capitals: ΜΥΑΚΑΝΘΟΣ
Transliteration A: myákanthos Transliteration B: myakanthos Transliteration C: myakanthos Beta Code: mua/kanqos

English (LSJ)

[ᾰκ], ὁ,
A myacanth, κεντρομυρσίνη (butcher's broom, Ruscus aculeatus), Thphr.HP6.5.1, Orph. Fr.49.61.
II = ἀσπάραγος πετραῖος, Dsc.2.125:—Adj. μυακάνθινος, η, ον, Gal.11.841, Orib.3.4.1.

German (Pape)

[Seite 213] ὁ, Mäusedorn, wilder Spargel, auch μυάκανθα, ἡ, u. μυάκανθον, τό, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μυάκανθος: ὁ, φυτόν τι, ἄγριος ἀσπάραγος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 5, 1· ὡσαύτως μυάκανθα, ἡ, Νόνν. Θεοφάν. 184.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
asperge épineuse, plante.
Étymologie: μῦς, ἄκανθα.

Greek Monolingual

μυάκανθος, ὁ (Α)
το φυτό ασπάραγος ο πετραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + ἄκανθος (πρβλ. λευκ-άκανθος, μυρτ-άκανθος), επειδή τα φύλλα του φυτού μοιάζουν με αφτιά ποντικού].