στομῶ

From LSJ
Revision as of 20:08, 8 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=στομῶ, στομόω, ΝΜΑ στόμα<br />βυθίζω πυρακτωμένο εργαλείο από σίδηρο σε νερό...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

Greek Monolingual

στομῶ, στομόω, ΝΜΑ στόμα
βυθίζω πυρακτωμένο εργαλείο από σίδηρο σε νερό για να γίνει ανθεκτικότερο ή καλύπτω τις ακμές του με χάλυβα, κν. βάφω (α. «στομώνω την αξίνα» β. «ἔγχος ἐστομωμένον», επιγρ.)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) γίνομαι αμβλύτερος, λιγότερο κοφτερός («στόμωσε το μαχαίρι και δεν κόβει καλά»)
2. αποστομώνω κάποιον, τον αναγκάζω να σωπάσει («τον στόμωσε με τις βρισιές της»)
νεοελλ.-μσν.
(μτβ.) αμβλύνω εργαλείο, το κάνω λιγότερο κοφτερό («στόμωσα το ψαλίδι κόβοντας χαρτόνια»)
αρχ.
1. φιμώνω, κλείνω το στόμα κάποιου («ἐμποδίσαντες τοὺς μάντιας καὶ χεῖρας ὀπίσω δήσαντες καὶ στομώσαντες», Ηρόδ.)
2. ανοίγω στόμιο, δημιουργώ άνοιγμα («λιμένα στομοῦν», Πολυδ.)
3. κάνω διάνοιξη με χειρουργική επέμβαση ή με φάρμακα σε όργανο που έχει πάθει στένωση
4. μτφ. προλέγω
5. καθιστώ κάποιον ικανότερο στο να μιλάει, του μαθαίνω να χρησιμοποιεί με ευστροφία τον λόγο
6. ασκώ, εκπαιδεύω κάποιον σε κάτι
7. σχηματίζω φραγμό («άκοντισταῖς τήν ούραγίαν και τὰς πλευρὰς στομοῦν», Πλούτ.).