προσηγορικός

From LSJ
Revision as of 12:35, 30 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσηγορικός Medium diacritics: προσηγορικός Low diacritics: προσηγορικός Capitals: ΠΡΟΣΗΓΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: prosēgorikós Transliteration B: prosēgorikos Transliteration C: prosigorikos Beta Code: proshgoriko/s

English (LSJ)

ή, όν,
A of or for addressing, προσηγορικὸν ὄνομα = Lat. praenomen, opp. nomen (τὸ συγγενικόν), D.H.3.65,4.1; also = cognomen, Plu.Mar.1.
II Gramm., τὰ προσηγορικά = appellatives, opp. τὰ ὀνοματικά, D.H. Comp.2, etc.; ὄνομα κύριον ἢ προσηγορικόν A.D.Adv.120.23, cf. D.T.636.9; τὰ ἁπλᾶ προσηγορικά Hermog.Stat.1; περὶ τῶν προσηγορικῶν, title of work by Chrysippus, D.L. 7.192. Adv. προσηγορικῶς = by one's common name, Ph.1.150; τὰ προσηγορικῶς ἄρμενα καλούμενα = vulgarly called 'tackle', Gal.18(2).717.

German (Pape)

[Seite 764] 1) anredend, begrüßend. – 2) benennend, τὸ π. ὄνομα, Zunamen, D. Hal. 3, 65.

Greek (Liddell-Scott)

προσηγορικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος πρὸς προσηγορίαν, πρ. ὄνομα λατ. praenomen, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ nomen (τὸ συγγενικόν), «Σερούιος αὐτῷ προσηγορικὸν ὄνομα ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» Διον. Ἁλ. 3. 65· «αὐτὸς μὲν ἐκαλεῖτο τὸ κοινὸν ὄνομα καὶ προσηγορικὸν Νέβιος, τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος» 70., 4. 1· ὡσαύτως καὶ = τῷ cognomen, Πλουτ. Μάρ. 1. ΙΙ. ὄνομα πρ., = προσηγορία ΙΙ. 2, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ τοῦ κοινοῦ ὀνόματός τινος, Φίλων. 1. 150.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dont on se sert pour nommer : προσηγορικὸν ὄνομα, surnom.
Étymologie: προσήγορος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσηγορικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προσήγορος
φρ. «προσηγορικά ονόματα» ή απλώς «τα προσηγορικά»
γραμμ. ουσιαστικά που σημαίνουν σύνολο προσώπων, ζώων ή πραγμάτων του ίδιου είδους, λ.χ. άνθρωπος, γάτα, ποτάμι, τις αφηρημένες έννοιες, π.χ. ζωή, χαρά, ή και μοναδικές έννοιες, π.χ. νερό, φως, φεγγάρι, κόλαση
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσηγορία, στην προσωνυμία, στην ονομασία (α. «Σερούϊος, αὐτῷ προσηγορικὸν ὄνομα ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» β. «αὐτὸς μὲν ἐκαλεῑτο τὸ κοινὸν ὄνομα καὶ προσηγορικὸν Νέβιος, τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος», Διον. Αλ.)
αρχ.
παρωνύμιο, παρατσούκλι («προσηγορικὸν ἐξ ἐπιθέτου πρὸς τὰς φύσεις ἢ τὰς πράξεις ἢ τὰ τοῦ σώματος εἴδη καὶ πάθη τίθεσθαι», Πλούτ.).
επίρρ...
προσηγορικῶς Μ
με απλή ονομασία, απλώς ονομάζοντας, σε αντιδιαστολή προς τους όρους κυρίως ή αληθώς («τὰ ἀλληγορικῶς ἢ προσηγορικῶς ἢ μεταφορικῶς ἢ ὁμωνύμως λεγόμενα, οὐ χρὴ εἰς δόγματος ἀκρίβειαν παραλαμβάνειν», Δίδυμ.).

Greek Monotonic

προσηγορικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε προσφώνηση, προσηγορικὸν ὄνομα, το Ρωμαϊκό praenomen ή επώνυμο, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσηγορικός -ή -όν [προσηγορία] om aan te spreken, ook cognomen; Plut. Mar. 1.5; gramm.. τὰ προσηγορικά (zelfstandige) naamwoorden.

Middle Liddell

προσηγορικός, ή, όν [from προσηγορέω
of or for addressing, πρ. ὄνομα the Roman praenomen or cognomen, Plut.