κλάσις

From LSJ
Revision as of 15:30, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλάσις Medium diacritics: κλάσις Low diacritics: κλάσις Capitals: ΚΛΑΣΙΣ
Transliteration A: klásis Transliteration B: klasis Transliteration C: klasis Beta Code: kla/sis

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ, (κλάω A) A breaking, fracture, Pl.Ti.43e; ἡ κ. τῶν ἀμπέλων breaking off the shoots and tendrils of vines, Thphr.CP2.14.4 (pl.), cf. 3.7.5, al.; ἡ κ. τοῦ ἄρτου Ev.Luc.24.35. 2 bending of the knee joint, Arist.Pr.882b33; κ. ὄψεων refraction, Alex.Aphr. in Mete. 143.9; τὸ σαμεῖον περὶ ὃ ἁ κ. Archyt. ap. Simp. in Ph.785.25. b κλάσιν λαβεῖν to be deflected, Plot.6.9.8; ὅταν κλάσιν ποιῇ καὶ γωνίαν, of a bandage. Erot.s.v. σκέπαρνος; of the labyrinth of the ear, Gal.UP 8.6. II modulation of the voice, Ph.1.276, 2.266.

German (Pape)

[Seite 1446] ἡ, das Zerbrechen, der Bruch; Plat. Tim. 43 d; LXX u. a. Sp.; ἀμπέλων, das Abbrechen der Blätter u. Ranken des Weinstocks, Theophr. – Auch von der Stimme, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

κλάσις: ᾰ, εως, ἡ, (κλάω) θραῦσις, «τσάκισμα», «σπάσιμον», Πλάτ. Τίμ. 43D, Ἀριστ. Προβλ. 5. 19, 2· ἡ κλάσις τῶν ἀμπέλων, ἡ ἀποκοπὴ τῶν φύλλων αὐτῶν, Λατ. pampinatio, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 14, 4, κ. ἀλλ. · ἡ κλάσις τοῦ ἄρτου Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ΄, 23· πρβλ. κλαστήριον. 2) κλάσμα, τεμάχιον, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Λ΄, 12, πρβλ. Β΄ ΙΑ΄, 21). ΙΙ. παρὰ Φίλωνι, ἡ τροποποίησις, ποικίλη στροφή, λύγισμα τῆς φωνῆς, 1. 276., 2. 266.

French (Bailly abrégé)

1εως (ἡ) :
1 action de briser, de rompre ; fig. φωνῆς modulation de la voix;
2 action de tailler les bourgeons, les branches.
Étymologie: κλάω.
2εως (ἡ) :
= lat. classis.

English (Strong)

from κλάω; fracture (the act): breaking.

English (Thayer)

κλάσεως, ἡ (κλάω, which see), a breaking: τοῦ ἄρτου, Plato, Theophrastus, others.)

Greek Monotonic

κλάσις: [ᾰ], -εως, ἡ (κλάω), θραύση, τσάκισμα, σπάσιμο, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

κλάσις: εως (ᾰ) ἡ
1) перелом, разбивание (τῶν κύκλων Plat.);
2) сгибание (τῶν γονάτων Arst.);
3) преломление (τοῦ ἄρτου NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλάσις -εως, ἡ [κλάω] het breken.

Middle Liddell

κλᾰ́σις, εως κλάω
a breaking, NTest.

Chinese

原文音譯:kl£sij 克拉西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:破碎(著)
字義溯源:破裂,擘,彎曲;源自(κλάω)*=破碎)
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 擘(2) 路24:35; 徒2:42