δρύφακτος
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, later τρύφακτος BCH35.23 (Delos, iv B. C.), OGI598.3 (Jerusalem), Hdn.Gr.2.595:—A railing or latticed partition, serving as the bar of the courts of law, the council-chamber, etc., Ar. V.380: mostly in plural, ὑπερεπήδων τοὺς δ. Id.Eq.675; ὑπὸ τοῖς δ. Id.V. 386; ἐπὶ τοῖς δ. ib.552, X HG2.3.55: sg., δρυφάκτου τρόπῳ Apollod. Poliorc.172.1. 2 handrail, Plb.1.22.6, 10. 3 balcony, Arist. Ath.50.2:—written δρύφρακτοι, Lib.Or.11.217. (By dissim. for δρύφρακτος (φράσσω), cf. Lib. l. c., Hellad. ap. Sch.Orib.2p.746D., Sch.Ar.Eq. l. c.)
Greek (Liddell-Scott)
δρύφακτος: ὁ, φραγμός τις κιγκλιδωτὸς ἢ δικτυωτὸν διαχώρισμα χρησιμεῦον ὡς περίφραγμα τῶν δικαστηρίων, τοῦ βουλευτηρίου, κτλ., Ἀριστοφ. Σφηξ. 830 συνήθ. κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. cancelli, ὑπερεπήδων τοὺς δρ. ὁ αὐτ. Ἱππ. 675· ὑπὸ τοῖς δρ. ὁ αὐτ. Σφηξ. 386· ἐπὶ τοῖς δρ. αὐτόθι 552, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 55· οὐδ. πληθ. δρύφακτα ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἐν Στεφ. Θησαυρ., ἀλλὰ τὸ ἀρσενικὸν ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. Πολύβ. (ἴδε κατωτ.), καὶ ἀλλαχοῦ τὸ γένος δὲν δύναται νὰ ὁρισθῇ· πρβλ. κιγκλίς. 2) καθ’ ἑνικὸν καθόλου, κιγκλίδες, Πολύβ. 1. 22, 6 καὶ 10. (Ὁ Σχολ. τοῦ Ἀριστοφ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἑρμηνεύει τὴν λέξιν διὰ τοῦ ὁ ἐκ δρυὸς φραγμός, ὥστε ἀρχικῶς θὰ ἦτο δρυόφρακτος).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
barre d’un tribunal ou d’un lieu d’assemblée d’ord. au plur.
Étymologie: par dissimil. p. *δρύφρακτος, de δρῦς, φράσσω.
Spanish (DGE)
-η, -ον
separado, protegido por una barrera θρόνος como signo de la realeza romana, Lyd.Mag.1.7, δρυφάκτη λάρναξ = arca guardada tras una barrera como explicación de scrinium Lyd.Mag.3.35. < δρύφακτος δρυφακτόω > δρύφακτος, -ου, ὁ
• Alolema(s): τρύφ- IG 11(2).142.45 (IV a.C.), ID 366A.47 (III a.C.), SEG 23.514.16 (Delos II a.C.), IMylasa 502.3 (heleníst.), IOropos 325.4 (III/II a.C.), CIIud.1400 (Jerusalén I d.C.), Hdn.Gr.2.595; δρύφρ- Lib.Or.11.217, Zonar.128.29C.
• Prosodia: [-ῠ-]
I 1barrera, balaustrada, barandal para delimitar un recinto oficial o sagrado: para separar a los miembros de la βουλή o los tribunales IG 13.64.14 (V a.C.), ἄνευ δρυφάκτου τὴν δίκην μέλλεις καλεῖν; Ar.V.830, ὑπερεπήδων τοὺς δρυφάκτους Ar.Eq.675, cf. V.386, 552, X.HG 2.3.55, IG 12(3).326.25 (Tera II d.C.), en templos, para aislar imágenes u objetos sagrados, frec. en Delos κλειδὸς καὶ χελωνίου ἐπὶ τὸν τρύφακτον IG 11(2).287A.56 (III a.C.), cf. IG 11(2).287A.101 (III a.C.), λίθινος ID 1403Bb.2.19, 20 (II a.C.), ξύλινος ID 1417A.2.38 (II a.C.), τὰ δρύινα εἰς τὸν τρύφακτον ID 366A.47 (III a.C.), τοῦ τρυφάκτου τοῦ μεταξὺ τοῦ βωμοῦ ... καὶ τῆς τραπέζης τοῦ θεοῦ ILabr.60.12, cf. SEG l.c., IMylasa l.c., aislando el segundo recinto del templo de Jerusalén CIIud.l.c., I.BI 5.193, δρυφάκτῳ ... ἡ σκηνὴ προσεώκει del Tabernáculo, Thdt.Qu.in Ex.60
•en iglesias crist. cancela, celosía para separar al clero del público, Soz.HE 7.25.9
•gener. cualquier tipo de barrera de separación δρυφάκτους τὰς κιγχλίδας καὶ τὰ σανιδώματα καὶ τάς κλίμακας προσηγόρευον Hellad. en Sch.Orib.14.13.
2 balconada, balcón en casas particulares κωλύουσι ... δρυφάκτους ὑπὲρ τῶν ὁδῶν ὑπερτείνειν (los astínomos) prohíben que se tiendan balcones saledizos sobre las calles Arist.Ath.50.2, cf. Heraclid.Lemb.Pol.8, Chrys.M.60.69, PAmst.51.3 (V/VI d.C.).
3 mec. barandilla, parapeto en máquinas de guerra εἶχεν ... δρύφακτον αὕτη παρ' ἑκατέραν τὴν ἐπιμήκη πλευράν, εἰς γόνυ τὸ βάθος ref. la pasarela de abordaje, Plb.1.22.6, cf. 10, para el asedio de ciudades δρυφάκτου τρόπῳ Apollod.Poliorc.172.1.
• Etimología: De δρυ- (cf. δρῦς) y *φρακ-το-ς (cf. φράσσω), c. disim.
Greek Monotonic
δρύφακτος: ὁ, αντί δρύφρακτος (δρῦς, φράσσω), φράχτης ή κιγλίδωμα, που χρησιμεύει στην περίφραξη των δικαστηρίων ή του βουλευτηρίου, σε Αριστοφ.· στον πληθ., όπως το Λατ. cancelli, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
δρύφακτος: (ῠ) ὁ преимущ. pl. перегородка или перила, барьер Arph., Xen., Polyb., Plut.
Middle Liddell
δρύ-φακτος, ὁ, n [for δρύφρακτος,] δρῦς, φράσσω
a fence or railing, serving as the bar of the law-courts or council-chamber, Ar.; in plural, like Lat. cancelli, Ar.