ἀπόθλιψις

From LSJ
Revision as of 11:00, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόθλιψις Medium diacritics: ἀπόθλιψις Low diacritics: απόθλιψις Capitals: ΑΠΟΘΛΙΨΙΣ
Transliteration A: apóthlipsis Transliteration B: apothlipsis Transliteration C: apothlipsis Beta Code: a)po/qliyis

English (LSJ)

εως, ἡ, A pressing, βοτρύων D.S.3.63. II squeezing out of one's place, Luc.Jud.Voc.2.

German (Pape)

[Seite 303] ἡ, das Auspressen, D. Sic. 3, 63; Verdrängen, Luc. Iud. Voc. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόθλιψις: -εως, ἡ, τὸ ἀποθλίβειν, τὸ δι’ ἀποθλίψεως ἐξάγειν, «πάτημα», τὴν ἐν τοῖς ληνοῖς ἀπόθλιψιν τῶν βοτρύων Διόδ. 3. 63. ΙΙ. ἔκθλιψις, ἐκβολή, ἐκδίωξις, Λουκ. Δικ. Φων. 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
expulsion.
Étymologie: ἀποθλίβω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 acción de exprimir τῶν βοτρύων D.S.3.63.
2 expulsión ἐμαυτοῦ Luc.Iud.Voc.2.

Greek Monolingual

ἀπόθλιψις, η (Α)
1. το στείψιμο
2. το να εκδιωχθεί κάποιος από τη θέση που κατέχει.

Greek Monotonic

ἀπόθλιψις: -εως, ἡ, εξαγωγή μέσω πίεσης, εκβολή, εκδίωξη από έναν τόπο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόθλιψις: εως ἡ
1) выжимание, выдавливание (βοτρύων Diod.);
2) вытеснение, изгнание (τινος Luc.).

Middle Liddell

[from ἀποθλίβω
a squeezing out of one's place, Luc.