παραδοχή
English (LSJ)
Dor. παρα-δοχά, ἡ, A reception, Epicur.Nat.Herc.908.4; σπέρματος Orib.22.7.1, cf. Plu.2.1056f, Sor.1.55; of mental apprehension, Phld.Sign.22. 2 that which has been received, hereditary custom, πάτριοι π. E.Ba.201; tradition, Hippod. ap. Stob.4.1.95; κοινὴ π. S.E.P.1.146; π. Ἑλληνισμοῦ A.D.Adv.168.9. II acceptance, approval, Plb.1.1.1, 1.5.5, etc.; τῶν βλαβερῶν Hierocl.in CA18p.459M. b admission, register of persons admitted, τῶν ἀπὸ τοῦ γυμνασίου PFlor.79.24 (i A. D.). 2 Gramm., ἐν π. τοῦ ἄρθρου γενέσθαι admit the use of the article, A.D.Synt.57.6. 3 credit or rebate allowed (cf. παραδέχομαι), ἀβρόχου BGU571.11 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 477] ἡ, die Annahme, Aufnahme, παραδοχῆς καὶ πίστεως ἄξια, Pol. 1, 5, 5, öfter. – Bes. die Überlieferung und das durch Überlieferung Überkommene; πάτριοι, Eur. Bacch. 201; D. Hal. 4, 36 u. a. Sp.; vom Sprachgebrauch, Apollon. synt. 275, 10.
Greek (Liddell-Scott)
παραδοχή: ἡ, τὸ δέχεσθαι παρά τινος, ἀποδοχή, τινος Ἀριστ. Ἀποσπ. 259, Πλούτ. 2. 1056F. 2) ὅ,τι παρέλαβέ τις, κληρονομικὸν ἔθιμον, Εὐρ. Βάκχ. 201· «παράδοσις», Ἱππόδαμ. Πυθαγόρ. παρὰ Στοβ. 250. 50 (ἐν τῷ Δωρικ. τύπῳ -χά). ΙΙ. ἀποδοχή, ἐπιδοκιμασία, Πολύβ. 1. 1, 1., 1. 5, 5, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de recevoir d’un autre, réception.
Étymologie: παραδέχομαι.
Greek Monolingual
η / δωρ. τ. παραδοχά, ΝΑ
νεοελλ.
το να παραδέχεται κανείς κάτι, η συμφωνία για κάτι ότι είναι σωστό ή αληθινό
αρχ.
1. το να λαμβάνει κάποιος κάτι, η αποδοχή, η παραλαβή
2. αντίληψη
3. κληρονομική μεταβίβαση, προγονική παράδοση («πατρίους παραδοχὰς ἅς θ' ὁμήλικας χρόνῳ κεκτήμεθα», Ευρ.)
4. επιδοκιμασία, συγκατάθεση σε κάτι («αἵρεσιν καὶ παραδοχὴν τῶν τοιούτων ὑπομνημάτων», Πολ.)
5. γραμμ. αποδοχή χρήσης ενός τύπου
6. εγγραφή σε κατάλογο προσώπων τα οποία γίνονται αποδεκτά σε κάτι
7. επιτρεπόμενη πίστωση ή έκπτωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -δοχή (< δέχομαι), πρβλ. κατα-δοχή, υπο-δοχή.
Greek Monotonic
παραδοχή: ἡ (παραδέχομαι)·
I. αποδοχή από κάποιον άλλο· επίσης, αυτό που παρέλαβε κάποιος, κληρονομιά, έθιμο, σε Ευρ.
II. αποδοχή, επιδοκιμασία, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
παραδοχή: ἡ
1) восприятие, усвоение (φαντασίας Plut.);
2) принятое (в виде обычая), обычай, установление (παραδοχαὶ πάτριοι Eur.);
3) принятие, допущение, одобрение (π. καὶ πίστις Polyb.);
4) грам. принятое выражение, обиходная форма.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραδοχή -ῆς, ἡ [παραδέχομαι] ontvangst:. πάτριοι παραδοχαί wat van de voorvaderen is ontvangen Eur. Ba. 201.
Middle Liddell
παραδοχή, ἡ, παραδέχομαι
I. a receiving from another: also that which has been received, a hereditary custom, Eur.
II. acceptance, approval, Polyb.