πασσαλεύω

From LSJ
Revision as of 13:07, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πασσᾰλεύω Medium diacritics: πασσαλεύω Low diacritics: πασσαλεύω Capitals: ΠΑΣΣΑΛΕΥΩ
Transliteration A: passaleúō Transliteration B: passaleuō Transliteration C: passaleyo Beta Code: passaleu/w

English (LSJ)

Att. παττ-, A peg, pin, or fasten to, λαβών νιν… π. πρὸς πέτραις ib.56; λάφυρα… δόμοις ἐπασσάλευσαν Id.Ag.579; ὡς πασσαλεύσῃ κρᾶτα τριγλύφοις E.Ba.1214. 2 drive in like a peg or bolt, σφηνὸς… γνάθον στέρνων διαμπὰξ π. A.Pr.65.

German (Pape)

[Seite 532] att. πατταλεύω, annageln, anheften, Aesch. Prom. 56. 65 Eur. Rhes. 180 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πασσᾰλεύω: Ἀττ. παττ-, διὰ πασσάλων καρφώνω, στερεώνω, λαβὼν νιν ... π. πρὸς πέτραις Αἰσχύλ. Πρ. 56· λάφυρα δόμοις ἐπασσάλευσαν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 579· ὡς πασσαλεύσῃ κρᾶτα τριγλύφοις τόδε λέοντος, ὃν πάρειμι θηράσασ’ ἐγὼ Εὐρ. Βάκχ. 1214. 2) ἐμπήγνυμι ὡς πάσσαλον, σφηνὸς ... γνάθον στέρνων διαμπὰξ π. Αἰσχύλ. Πρ. 65.

French (Bailly abrégé)

néo-att. πατταλεύω;
1 fixer avec un clou, clouer τινά τινι, πρός τινι, ἐπί τινι qqn sur qch;
2 p. ext. enfoncer comme un clou, acc..
Étymologie: πάσσαλος.

Spanish

colgar

Greek Monolingual

και πατταλεύω, ΜΑ πάσσαλος
μσν.
(σχετικά με τα μάτια) προσηλώνω, καρφώνω
αρχ.
1. στερεώνω με πασσάλους («ἐγκρατεῑ σθένει ῥαιστῆρι θεῖνε, πασσάλευε πρὸς πέτραις», Αισχύλ.)
2. μπήγω κάτι σαν πάσσαλο.

Greek Monotonic

πασσᾰλεύω: Αττ. παττ-, μέλ. -σω,
1. καρφώνω, στερεώνω, τί τινι, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. μπήγω κάτι όπως μια ξυλόπροκα ή πάσσαλο, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πασσᾰλεύω: атт. παττᾰλεύω
1) пригвождать, прибивать (τι и τινά τινι или πρός τινι Aesch., Eur.);
2) вонзать (γνάθον στέρνων διαμπάξ Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πασσαλεύω Ion. voor πατταλεύω.

Middle Liddell

πασσᾰλεύω,
1. to pin or fasten to, τί τινι Aesch., Eur.
2. to drive in like a peg, Aesch.