προσκατανέμω
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
English (LSJ)
A allot or assign besides, δευτέραν βουλήν Plu.Sol.19; τὴν Καμπανίαν τοῖς ἀπόροις Id.Cat.Mi.33, cf. D.C.51.4.
German (Pape)
[Seite 768] (s. νέμω), zutheilen, Plut. Sol. 19 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
προσκατανέμω: ἀπονέμω προσέτι, Πλουτ. Σόλων 19· Καμπανίαν τοῖς πένησιν Κάτων Νεώτ. 33, πρβλ. Κ. 51. 4.
French (Bailly abrégé)
distribuer ou assigner en outre.
Étymologie: πρός, κατανέμω.
Greek Monolingual
Α κατανέμω
1. παρέχω, χορηγώ επί πλέον («δευτέραν προσκατένειμε βουλὴν ἀπό φυλῆς ἑκάστης», Πλούτ.)
2. απονέμω επί πλέον
3. δίνω επί πλέον ως ανάλογο μερίδιο, διαμοιράζω, διανέμω («τὴν Καμπανίαν... προσκατανέμοντα τοῖς ἀπόροις καὶ πένησιν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
προσκατανέμω: μέλ. -νεμῶ, κατανέμω, απονέμω επιπλέον, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-κατανέμω bovendien toewijzen.
Russian (Dvoretsky)
προσκατανέμω:
1) сверх того распределять, раздавать (Καμπανίαν τοῖς ἀπόροις Plut.);
2) дополнительно учреждать (δευτέραν βουλήν Plut.).