ἀπολακτίζω

From LSJ
Revision as of 17:10, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολακτίζω Medium diacritics: ἀπολακτίζω Low diacritics: απολακτίζω Capitals: ΑΠΟΛΑΚΤΙΖΩ
Transliteration A: apolaktízō Transliteration B: apolaktizō Transliteration C: apolaktizo Beta Code: a)polakti/zw

English (LSJ)

A kick, kick off or kick away, shake off, ἀνίας Thgn.1337; ὕπνον A.Eu.141; βαρεῖαν κωφείαν Phld.D.1.24 (dub.); inimicos Plaut. Epid. 678. 2 spurn, λέχος τὸ Ζηνός A.Pr.651; τὰ καλὰ καὶ σωτήρια Plu. Ant.36. II abs., kick out, kick up, ἀμφοτέροις with both legs, Luc. Asin.18.

German (Pape)

[Seite 310] mit den Füßen ausschlagen, Luc. Asin. 18; von sich stoßen, verschmähen, ὕπνον Aesch. Eum. 136; λέχος Prom. 654; Sp.; τὰ καλά Plut. Ant. 36, 6; vgl. Plat. bei D. L. 5, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολακτίζω: μέλλ. ἀττ. -ῐῶ, λακτίζων ἀπωθῶ, ἀποσείω, ἀνίας Θέογν. 1337· ὕπνον Αἰσχύλ. Εὐμ. 141. 2) καταφρονῶ, ἀπορρίπτω, «κλωτσῶ», λέχος τὸ Ζηνὸς ὁ αὐτ. Πρ. 651· τὰ καλὰ καὶ σωτήρια Πλουτ. Ἀντών. 36. ΙΙ. ἀπολ., λακτίζω, κλωτσῶ, ἀμφοτέροις (ὑποκ. τοῖς ποσὶν), «μὲ τὰ δύο», Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 18.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπολακτίσω, att. ἀπολακτιῶ;
regimber, ruer ; fig. repousser avec dédain, repousser, acc..
Étymologie: ἀπό, λακτίζω.

Spanish (DGE)

1 dar una patada de ahí fig. sacudirse ἀνίας Thgn.1337, ὕπνον A.Eu.141
abs. cocear, revolverse coceando ἀμφοτέροις con ambas patas Luc.Asin.18, de un cerdo que va a ser sacrificado, M.Ant.10.28, ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος el niño mimado tiró coces e.d. fue ingrato LXX De.32.15
fig. rechazar, rehusar τὴν θυσίαν μου Al.1Re.2.29.
2 tratar a patadas, maltratar λέχος τὸ Ζηνός A.Pr.651, τὰ καλά Plu.Ant.36, inimicos Plaut.Epid.678.

Greek Monolingual

(AM ἀπολακτίζω) λακτίζω
απορρίπτω
αρχ.
1. διώχνω μακριά κλοτσώντας
2. κλοτσώ.

Greek Monotonic

ἀπολακτίζω: Αττ. μέλ. -ῐῶ·
1. κλωτσώ μακριά, απωθώ κλωτσώντας, αποτινάζω, ὕπνον, σε Αισχύλ.
2. καταφρονώ, απορρίπτω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολακτίζω:
1) брыкаться (ἀμφοτέροις Luc.);
2) отбрасывать с презрением, отвергать (λέχος τὸ Ζηνός Aesch.; τὰ καλὰ πάντα Plut.);
3) отгонять, стряхивать с себя (ὕπνον Aesch.).

Middle Liddell


1. to kick off or away, shake off, ὕπνον Aesch.
2. to spurn, Aesch.