προσπλάσσω
English (LSJ)
Att. προσπλάττω, A form or mould upon, in Pass., νεοσσιαὶ προσπεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ πρὸς ἀποκρήμνοισι ὄρεσι nests formed of clay and attached to precipitous mountains, Hdt.3.111; to be applied as a plaster, Hp.VM15; to be smeared upon, prob. in Aen.Tact.22.25; adhere to, Alex.Trall.7.7:—Act., τέφραν προσπλάττουσι τῷ βωμῷ Plu.2.433b: metaph., τοὺς τόκους ib.831a. II increase, in Pass., of the body, increase by continued growth, Gal.4.541: metaph., to be added, ποτεπλάσθη, of Berenice as a fourth Χάρις, Call.Epigr.52.
German (Pape)
[Seite 778] att. -ττω, daran bilden, machen, νεοσσιαὶ προσπεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ πρὸς ἀποκρήμνοισι οὔρεσι, Her. 3, 111, u. einzeln bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσπλάσσω: Ἀττ. -ττω· μέλλ. -άσω, πλάττω ἢ σχηματίζω ἐπί τινος, νεοσσιαὶ προσπεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ πρὸς ἀποκρήμνοισι οὔρεσι, πεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ καὶ προσκεκολλημέναι εἰς ἀπόκρημνα ὄρη, Ἡρόδ. 3. 111· προσπλάττειν τινί τι Πλούτ. 2. 433Β· τῷ μύρμηκι λέοντος ἀλκὴν Εὐστ. Πονημ. 332. 32. ΙΙ. αὐξάνω, τοὺς τόκους Πλούτ. 2. 831Α· - Παθ., ἐπὶ τοῦ σώματος, αὐξάνομαι διὰ συνεχοῦς αὐξήσεως, Γαλην.· πρ. πρός τινι, προστίθεμαι εἰς..., Καλλ. Ἐπιγράμμ. 54.
French (Bailly abrégé)
1 appliquer à, ajuster à, fixer à, avec πρός τινι;
2 ajouter à : τοὺς τόκους αὐτοῖς PLUT accumuler les intérêts ou les revenus;
3 particul. t. de méd. mouler par-dessus ; appliquer un emplâtre, un plâtre sur.
Étymologie: πρός, πλάσσω.
Greek Monolingual
ΜΑ, και αττ. τ. προσπλάττω Α
μσν.
προσδίδω σε κάποιον κάτι («τί τῷ μύρμηκι λέοντος προσπλάττεις ἀλκήν», Ευστ. Πον.)
αρχ.
1. κατασκευάζω, πλάθω κάτι προσκολλώντας το πάνω σε άλλο
2. αυξάνω κάτι επιπροσθέτως
3. προσθέτω
4. παθ. προσπλάσσομαι
α) εφαρμόζομαι ως έμπλαστρο
β) αλείφομαι πάνω σε κάτι, επαλείφομαι
γ) προσκολλώμαι κάπου
δ) (για το σώμα) αυξάνομαι συνεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πλάσσω «πλάθω»].
Greek Monotonic
προσπλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -άσω, πλάθω ή σχηματίζω πάνω σε — Παθ., μτχ. παρακ., νεοσσιαὶ προσπεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ πρὸς ἀποκρήμνοισι οὔρεσι, φωλιές που σχηματίστηκαν από πηλό και προσκολλήθηκαν σε απόκρημνα όρη, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
προσπλάσσω: атт. προσπλάττω, дор. ποτιπλάσσω
1) приклеивать, прилеплять, прикреплять (τι πρός τινι Her.);
2) прибавлять, присоединять, наращивать (τοὺς τόκους αὑτοῖς Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσπλάσσω Ion voor προσπλάττω.
Middle Liddell
attic -ττω fut. άσω
to form or mould upon: Pass., perf. part., νεοσσιαὶ προσπεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ πρὸς ἀποκρήμνοισι οὔρεσι nests formed of clay and attached to precipitous mountains, Hdt.