εὐορκέω
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
A swear truly, take a true oath, opp. ἐπιορκέω, Gorg.Fr. 15 D., Isoc.1.23, Iamb.VP28.144, etc.; keep one's oath when taken, Lexap.And.1.98; τινι to one, Th.5.30; [τὴν ψυχήν] by one's soul, E.Or.1517 (troch.); εὐορκοῦντες κρίνειν X.HG1.7.25. II Act., keep one's oath by, τινας Sch.A.R.2.259:—Pass., ἡ θεὸς εὐορκεῖτο Call.Aet.3.1.42.
German (Pape)
[Seite 1085] gut, richtig, nicht falsch schwören, τὴν ἐμὴν ψυχὴν κατώμοσ', ἣν ἂν εὐορκοῖμ' ἐγώ Eur. Or. 1517; Isocr. 1, 23; Dem. 23, 101. 24, 35 u. A.; den Eid halten, τινί, Thuc. 5, 30; Xen. Hell. 1, 7, 25 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
εὐορκέω: ὁρκίζομαι ἀληθῶς, κάμνω ἀληθῆ ὅρκον, ὁρκίζομαι ἐπὶ τῆς ἀληθείας, ἀντίθ. τῷ ἐπιορκέω, μηδένα θεὸν ὀμόσῃς, μηδ’ ἂν εὐορκεῖν μέλλῃς Ἰσοκρ. 7Α· - φυλάττω τὸν ὅρκον μου, Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 28· τινι Θουκ. 5. 30· τὴν ἐμὴν ψυχὴν κατώμοσ’ ἣν ἂν εὐορκοῖμ’ ἐγώ, διὰ τὴν ὁποίαν ἐγὼ δὲν θὰ ἔκαμνα ψευδῆ ὅρκον, Εὐρ. Ὀρ. 1517· ὑμεῖς δὲ κατὰ τὸν νόμον εὐσεβοῦντες καὶ εὐορκοῦντες, τηροῦντες τοὺς ὅρκους, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 25.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 jurer sincèrement, avec loyauté;
2 tenir son serment.
Étymologie: εὔορκος.
Greek Monotonic
εὐορκέω: μέλ. -ήσω, μένω πιστός στον όρκο μου, σε Ευρ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
εὐορκέω:
1) искренно клясться Isocr., Dem.: εὐ. τὴν ψυχήν Eur. клясться своей жизнью;
2) соблюдать свою клятву (τινι Thuc.): κατὰ τὸν νόμον εὐορκοῦντες κρινεῖτε Xen. вы будете судить согласно закону и соблюдая (данную вами) клятву.