ἠμάτιος
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
[ᾰ], η, ον, (ἦμαρ) poet. for ἡμερήσιος, A by day, ἠματίη μὲν δφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν, νύκτας δ' ἀλλύεσκεν Od.2.104, cf. 19.149; ἠμάτιαι σπεύδουσι [μέλισσαι] Hes.Th.597; ἠμάτιον φέγγος, i.e. the sun, AP9.651 (Paul. Sil.). 2 day by day, daily, Il.9.72.
German (Pape)
[Seite 1164] p. = ἡμερήσιος, bei Tage, am Tage; ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν, νύκτας δ' ἀλλύεσκεν Od. 2, 204; μέλισσαι ἠμάτιαι σπεύδουσι Hes. Th. 597; φέγγος, das Tageslicht, Paul. gil. 64 (IX, 651); Ggstz ἔννυχος, Arat. 580. – Aber Il. 9, 71, τὸν νῆες Ἀχαιῶν ἠμάτιαι Θρῄκηθεν ἐπ' εὐρέα πόντον ἄγουσιν, ist es = täglich.
Greek (Liddell-Scott)
ἠμάτιος: ᾰ, α, ον, (ἦμαρ) ποιητ. ἀντὶ ἡμερήσιος, ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν, νύκτας δ’ ἀλλύεσκεν Ὀδ. Β. 104, πρβλ. Τ. 149· ἠμάτιαι σπεύδουσι μέλισσαι Ἡσ. Θ. 597· ἠμ. φέγγος, ὅ ἐ. ὁ ἥλιος, Ἀνθ. Π.. 9. 651. 2) καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἰλ. Ι. 72.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui se fait pendant le jour;
2 de chaque jour.
Étymologie: ἦμαρ.
English (Autenrieth)
by day, Od. 2.104; daily, Il. 9.72.
Greek Monolingual
ἠμάτιος, -ίη, -ον (Α)
(ποιητ. τ. του ημερήσιος)
1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας («ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστὸν νύκτας δ' ἀλλύεσκεν», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που γίνεται κάθε μέρα, ο καθημερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμαρ, -τος «μέρα»].
Greek Monotonic
ἠμάτιος: [ᾰ], -α, -ον (ἦμαρ),
I. ποιητ. αντί ἡμερήσιος, αυτός που συμβαίνει μέσα στο χρονικό διάστημα της ημέρας, σε Ομήρ. Οδ.
II. μέρα με τη μέρα, καθημερινά, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἠμάτιος: (ᾰ)
1) дневной (φέγγος Anth.);
2) работающий днем (μέλισσαι Hes.): ἠματίη ὑφαίνεσκεν ἱστόν Hom. днем (Пенелопа) ткала полотно;
3) ежедневный: οἶνος, τὸν νῆες ἠμάτιαι ἄγουσιν Hom. вино, которое корабли ежедневно привозят.
Middle Liddell
ἠμᾰ́τιος, η, ον ἦμαρ
I. by day, Od.
II. day by day, daily, Il.