συναθλέω

From LSJ
Revision as of 11:49, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναθλέω Medium diacritics: συναθλέω Low diacritics: συναθλέω Capitals: ΣΥΝΑΘΛΕΩ
Transliteration A: synathléō Transliteration B: synathleō Transliteration C: synathleo Beta Code: sunaqle/w

English (LSJ)

A = συναγωνίζομαι, τινι with one, Ep.Phil.4.3; struggle together, τινι for a thing, ib.1.27. II impress by practice upon, μεταφορᾶς μνήμῃ συνηθλημένης D.S.3.4.

German (Pape)

[Seite 997] wie συναγωνίζομαι, im Kampfe beistehen, Sp., μεταφορᾶς μνήμῃ συνηθλημένης, D. Sic. 3, 4, durch Uebung dem Gedächtniß eingeprägt.

Greek (Liddell-Scott)

συναθλέω: συναγωνίζομαι, αἵτινες ἐν τῷ εὐαγγελίῳ συνήθλησάν μοι Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππ. δ΄ 3· ἀγωνίζομαι ὁμοῦ, ἀπὸ κοινοῦ, μιᾷ ψυχῇ συναθλοῦντες τῇ πίστει τοῦ εὐαγγελίου αὐτόθι α΄ 27. ΙΙ. δι’ ἀσκήσεως ἐντυπώνω, μεταφορᾶς μνήμῃ συνηθλημένης Διόδ. 3. 4. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 416, ὁ τύπος συναθλεύω εἶναι μεταγεν.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 lutter d’un commun effort : τινι avec ou pour qqn;
2 Pass. être saisi par un effort continu.
Étymologie: σύν, ἀθλέω.

English (Strong)

from σύν and ἀθλέω; to wrestle in company with, i.e. (figuratively) to seek jointly: labour with, strive together for.

English (Thayer)

συνάθλω; 1st aorist συνήθλησα; to strive at the same time with another: with a dative commodi (cf. Winer's Grammar, § 31,4), for something, τίνι ἐν τίνι, together with one in something, to help, assist, Diodorus 3,4.)

Russian (Dvoretsky)

συναθλέω: бороться вместе, совместно подвизаться (τινι и τινι ἔν τινι NT); pass. добиваться борьбой или упражнением: μνήμῃ συνηθλημένος Diod. удержанный в памяти, запомнившийся.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αθλέω samen strijden.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to strive together, τινί for a thing, NTest.
2. to strive or labour with others, τισί NTest.

Chinese

原文音譯:sunaqlšw 尋-阿特累哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:共同-競爭
字義溯源:成群人摔跤,一同勞苦,一同努力,一同奮鬥,一齊努力;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἀθλέω)=競爭)組成,而 (ἀθλέω)出自(ἄθλησις)X*=競賽)
出現次數:總共(2);腓(2)
譯字彙編
1) 一同奮鬥(1) 腓4:3;
2) 一齊努力(1) 腓1:27