συστασιάζω

From LSJ
Revision as of 11:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστᾰσιάζω Medium diacritics: συστασιάζω Low diacritics: συστασιάζω Capitals: ΣΥΣΤΑΣΙΑΖΩ
Transliteration A: systasiázō Transliteration B: systasiazō Transliteration C: systasiazo Beta Code: sustasia/zw

English (LSJ)

A join in faction or sedition, Th.4.86, Lys.30.11, etc.; τοῖς κληρικοῖς Jul.Ep.114. II trans., band together for seditious purposes, τινας D.C.36.16.

German (Pape)

[Seite 1044] mit, zugleich aufstehen, in Aufstand, Aufruhr sein, mit von einer Partei sein; Thuc. 4, 86; Plut. C. Graech. 13.

Greek (Liddell-Scott)

συστᾰσιάζω: ἀπὸ κοινοῦ μετά τίνος στασιάζω, ἐπαναστατῶ, λαμβάνω μέρος εἰς στάσιν ἢ ἐπανάστασιν. Θουκ. 4. 86, Λυσί. 184. 12, κτλ.· τινί, μετά τινος, Ἰουλιαν. 437Β. ΙΙ. μεταβατ., κινῶ ὁμοῦ εἰς ἐπανάστασιν, συνδέω τινὰς ὁμοῦ πρὸς ἐπαναστατικοὺς σκοπούς, τινὰς Δίων Κ. 35. 14.

French (Bailly abrégé)

participer à un soulèvement ; être du même parti.
Étymologie: σύν, στασιάζω.

Greek Monolingual

ΝΑ στασιάζω
μετέχω σε στάση, είμαι μαζί με άλλον στασιαστής
αρχ.
συνδέω για επαναστατικούς σκοπούς («Πούπλιός τις Κλώδιος συνεστασίαζε σφᾱς ὑπ' ἐμφύτου νεωτεροποιΐας», Δίων Κάσσ.).

Greek Monotonic

συστᾰσιάζω: μέλ. -σω, στασιάζω, εξεγείρομαι ή αποστατώ από κοινού, λαμβάνω μέρος σε επανάσταση, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συστᾰσιάζω: вместе восставать, принимать участие в восстании Thuc., Lys., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συστᾰσιάζω Att. ook ξυστᾰσιάζω [σύν, στασιάζω] meedoen aan een opstand.

Middle Liddell

fut. σω
to join in faction or sedition, take part therein, Thuc.