παραφυλακή

From LSJ
Revision as of 18:29, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφῠλᾰκή Medium diacritics: παραφυλακή Low diacritics: παραφυλακή Capitals: ΠΑΡΑΦΥΛΑΚΗ
Transliteration A: paraphylakḗ Transliteration B: paraphylakē Transliteration C: parafylaki Beta Code: parafulakh/

English (LSJ)

ἡ, guard, garrison, Plb.2.58.1,4.17.9; πόλεως, etc., POxy.1033.7 (iv A.D.), etc. II keeping securely, safeguarding, ἡ τῶν χρημάτων π. D.S.17.71, cf. Peripl.M.Rubr.19, POxy.2121.75 (iii A.D.); watchfulness, ἐν λόγοις καὶ ἔργοις Hierocl.in CA10p.436M. b police- or garrison-duty, Not.Arch.4.20 (Cyrene, Aug.). 2 observation, καιρῶν Hp.Ep.16.

German (Pape)

[Seite 507] ἡ, Wache dabei, D. Sic. 17, 71; Besatzung, Pol. 2, 58, 1; – Beobachtung dabei, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

παραφῠλᾰκή: ἡ, φυλακή, φρουρά, Πολύβ. 2. 58, 1., 4. 17, 9. ΙΙ. τὸ φυλάττειν ἀσφαλῶς, φρούρησις, ἡ τῶν χρημάτων π. Διόδ. 17. 71, κτλ. 2) παρατήρησις, καιρῶν Ἱππ. 1278. 54.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action de veiller auprès ou sur ; garde, troupe de garde;
2 action d’observer.
Étymologie: παραφυλάσσω.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
1. η ασφαλής φρούρηση, η διαφύλαξη
2. η άγρυπνη προσοχή
3. φρουρά, φύλακες
4. το έργο και η υπηρεσία της αστυνομίας ή της φρουράς
5. βάρδια, χρονικό διάστημα κατά το οποίο εκτελείται η φρούρηση
6. παρατήρηση.

Greek Monotonic

παραφῠλᾰκή: ἡ, φρουρά, φύλαξη, φυλακή, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

παραφῠλᾰκή:
1) несение охраны, охрана (τῶν χρημάτων Diod.);
2) стража, гарнизон Polyb.

Middle Liddell

παραφῠλᾰκή, ἡ,
a guard, watch, garrison, Polyb. [from παραφῠλάσσω]