φλογώδης

From LSJ
Revision as of 10:45, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλογώδης Medium diacritics: φλογώδης Low diacritics: φλογώδης Capitals: ΦΛΟΓΩΔΗΣ
Transliteration A: phlogṓdēs Transliteration B: phlogōdēs Transliteration C: flogodis Beta Code: flogw/dhs

English (LSJ)

ες, A like flame, fiery-hot, Arist.Mir.833a17, Mu.392a35, Luc.Anach.16, etc.: Comp., ἥλιος -έστερος ἑαυτοῦ Them. Or.10.134a: Sup., -έστατα θέρη Ph.2.226: of colour, fiery-red, D.S. 2.50, Dsc.5.94 (Sup.): τὸ φ. fiery heat, D.C.48.51. 2 of the effect of inflammation, fiery-red, Hp.Coac.614; τὸ φ. ἐν προσώπῳ ib.7. 3 metaph., τὸ φ. ἐν τῇ διαλέκτῳ Phld.Po.2.41.

German (Pape)

[Seite 1292] ες, zsgz. = φλογοειδής; Hippocr.; Luc. Anach. 16.

Greek (Liddell-Scott)

φλογώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ φλογοειδής, ὅμοιος πρὸς φλόγα, πυρώδης, θερμότατος, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 38, περὶ Κόσμ. 2. 11, Λουκ. Ἀνάχ. 16, κλπ.· ἐπὶ χρώματος, ὁ ἔχων χρῶμα φλογός, Διόδ. 2. 50· ― τὸ φλογῶδες, πυρώδης θερμότης, Δίων Κάσσ. 48. 51. 2) ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῆς φλογώσεως, ἐρυθρός, κατακόκκινος ἐκ τῆς φλεγμονῆς, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 220· τὸ φλ. ἐν προσώπῳ αὐτόθι 118.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
semblable à la flamme, d’un rouge de feu.
Étymologie: φλόξ, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / φλογώδης, -ῶδες, ΝΜΑ φλόξ, φλογός
1. όμοιος με φλόγα, καυτερός
2. αυτός που έχει το χρώμα της φωτιάς, πυρρός, ξανθοκόκκινος
νεοελλ.
γεμάτος φλόγες
αρχ.
1. ιατρ. ερυθρός λόγω φλεγμονής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φλογῶδες
α) ακτινοβολούμενη θερμότητα, πύρα
β) ιατρ. ερύθημα λόγω φλεγμονής.

Russian (Dvoretsky)

φλογώδης:
1) огненный или раскаленный (οὐσία Arst.);
2) палящий, жгучий (ἥλιος Luc.);
3) сверкающий, блестящий (χρυσός Diod.).