ἱπποκέλευθος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, A travelling by means of horses: driver of horses, epithet of Patroclus, Il.16.126,584,839; rider, AP9.210.
German (Pape)
[Seite 1260] ὁ, den Weg zu Wagen od. zu Pferde machend, Wagenlenker, Kämpfer vom Wagen herab, Reisiger, so heißt Patroklus, Il. 16, 126. 584; auch die Hunnen, Ep. ad. 590 (IX, 210).
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποκέλευθος: -ον, ὁ ἐφ’ ἵππων ποιούμενος τὴν κέλευθον, ἐπίθ. τοῦ Πατρόκλου, ὡς τὸ ἱππότης, ἱππηλάτης, Διογενὲς Πατρόκλεις, ἱπποκέλευθε Ἰλ. Π. 126, 584, 839˙ ἱππεύς, Ἀνθ. Π. 9. 210.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui combat (propr. qui s'avance) sur un char.
Étymologie: ἵππος, κέλευθος.
English (Autenrieth)
making way with the chariot, swift-driving, epithet of Patroclus. (Il.)
Greek Monolingual
ἱπποκέλευθος, -ον (Α)
1. (για τον Πάτροκλο) αυτός που ταξιδεύει με ίππους, αυτός που οδηγεί ίππους
2. ιππέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + κέλευθος «δρόμος, διαδρομή»].
Greek Monotonic
ἱπποκέλευθος: -ον, αυτός που ταξιδεύει με άλογο, οδηγός αλόγων, ιππηλάτης, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποκέλευθος: пролагающий (себе) путь на конях, т. е. правящий конями (Πάτροκλος Hom.; γένος Οὔννων Anth.).
Middle Liddell
ἱππο-κέλευθος, ον
travelling by means of horses, a driver of horses, Il.