μυρσίνη

From LSJ
Revision as of 11:25, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρσῐ́νη Medium diacritics: μυρσίνη Low diacritics: μυρσίνη Capitals: ΜΥΡΣΙΝΗ
Transliteration A: myrsínē Transliteration B: myrsinē Transliteration C: myrsini Beta Code: mursi/nh

English (LSJ)

[ῐ], Att. μυρρίνη IG12.313.150, 22.949.18, 1235.14, Thphr.HP1.14.4, etc.: ἡ:—
A myrtle, Myrtus communis, Archil.29, Lysipp.9, Alex.98.25, Arist.HA627b18; μυρσίνας στέφανος Pi.I.8(7).74, cf. IG ll. cc.; μυρσίνης φόβη E.Alc.172.
2 μυρσίνη ἀγρία = Butcher's broom, Ruscus aculeatus, Dsc.4.144.
II myrtle branch, Hdt.1.132, 8.99, al., Apolloph.5.2.
2 myrtle wreath, Pherecr.108.25, Ar.V.861, Nu.1364, etc.; cf. σκόλιον.
3 in plural, αἱ μυρσίναι = the myrtle-wreath-market, ἐν ταῖς μ. Id.Th.448.
III v. μύρσινος 11.2.

German (Pape)

[Seite 221] ἡ, = μυῤῥίνη; μυρσίνας στέφανον, Pind. I. 7, 67; Eur. στέφει κρᾶτα μυρσίνης κλάδοις, Alc. 762; δρέπων τερείνης μυρσίνης κάρᾳ πλόκους, El. 778; Anacr. 30, 1, im plur.

Greek (Liddell-Scott)

μυρσίνη: [ῐ], μεταγεν. Ἀττ. μυρρίνη, ἡ, «μυρτιά», Ἀρχίλ. 25, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 58· μυρσίνης στέφανος Πινδ. Ι. 8 (7). 147, Εὐρ. Ἄλκ. 172. ΙΙ. κλάδος μυρσίνης, Ἡρόδ. 1. 132., 8. 99, κ. ἀλλ.· ἢ στέφανος ἐκ μυρσίνης, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 25, Ἀριστ. Σφ. 861, Νεφ. 1364, κτλ.· πρβλ. σκόλιον. 2) μυιοσόβιον (μυαστῆρι) ἐκ κλάδου μυρσίνης, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 59. 3) ἐν τῷ πληθ., ἡ ἀγορὰ τῶν ἐκ κλάδων μυρσίνης στεφάνων, ἐν ταῖς μ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 448· πρβλ. μύρον 2.

French (Bailly abrégé)

c. μυρρίνη.

Spanish

mirto

Greek Monolingual

η (ΑΜ μυρσίνη και αττ. τ. μυρρίνη Μ και μυρσίνα και μερσίνη και μερσίνα και σμυρσίνη)
βοτ. κοινή σήμερα ονομασία είδους φυτού, του Μύρτος η κοινἡ (Μyrtos comunis) κατά τη σύγχρονη ταξινόμηση, του γένους μύρτος, αλλ. μυρτιά και σμυρτιά («φυτεύειν δὲ συμφέρει... πόαν μηδικήν, συρίαν, ὠχρούς, μυρρίνην, μήκωνα», Αριστοτ.)
μσν.
ο καρπός της μυρτιάς
(μσν. -αρχ.) κλάδος μυρτιάς
αρχ.
1. στεφάνι φτειαγμένο από μυρσίνη
2. κοίλη σμίλη
3. μυγιαστήρι φτειαγμένο από κλαδιά μυρσίνης
4. στον πληθ. α) αἱ μυρσίναι
αγορά στην οποία πωλούνται στεφάνια από κλαδιά μυρσίνης
5. φρ. «μυρσίνη ἀγρία» — το φυτό οξυμυρσίνη η ακανθώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. μύρσινος. Ο τ. μερσίνη με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ε-. Για τον αττ. τ. μυρρίνη βλ. λ. μύρσινος / μύρρινος.

Greek Monotonic

μυρσίνη: [ῐ], μεταγεν. Αττ. μυρρίνη, ἡ,
I. = μύρτος, σε Πίνδ., Ευρ.
II. κλαδί ή στεφάνι από μυρτιά, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μυρσίνη: ἡ Eur., Plut. = μυρρίνη.

Middle Liddell

μυρσῐ́νη, later Attic μυρρίνη, ἡ,
I. = μύρτος, Pind., Eur.
II. a branch or wreath of myrtle, Hdt., Ar.