οἰκοδόμος

From LSJ
Revision as of 10:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδόμος Medium diacritics: οἰκοδόμος Low diacritics: οικοδόμος Capitals: ΟΙΚΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: oikodómos Transliteration B: oikodomos Transliteration C: oikodomos Beta Code: oi)kodo/mos

English (LSJ)

ὁ (parox.), A builder, architect, Hdt.2.121. α', Ar.Fr.180, Pl.Prt.319b, Supp.Epigr.4.105, etc.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδόμος: ὁ, ὁ οἰκοδομῶν, κτίστης, ἀρχιτέκτων, Ἡρόδ. 2. 121, 1, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 223, Πλάτ. Πρωτ. 319Β, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
architecte, bâtisseur.
Étymologie: οἶκος, δέμω.

Greek Monolingual

ο (Α οικοδόμος)
αυτός που οικοδομεί, κτίστηςχωρίον ἡμῖν τειχίσουσιν, οἰκοδόμους πολλοὺς ἔχοντες», Ξεν.)
νεοελλ.
1. αυτός που διευθύνει την οικοδόμηση, που εποπτεύει στις οικοδομικές εργασίες («οικοδόμος μηχανικός»)
2. μτφ. ο κύριος πρωτεργάτης μιας προσπάθειας, ο δημιουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -δόμος (< δόμος < δέμω «χτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. λιθο-δόμος, πυργο-δόμος.

Greek Monotonic

οἰκοδόμος: ὁ (δέμω), χτίστης, αρχιτέκτονας, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκοδόμος:строитель, зодчий Her., Xen. etc.

Middle Liddell

οἰκο-δόμος, ὁ, δέμω
a builder, an architect, Hdt., Plat.

Chinese

原文音譯:o„kodomšw 哀可-多姆哦
詞類次數:動詞(39)
原文字根:家-建造 相當於: (בָּנָה‎)
字義溯源:作匠人,匠人,建造,建立,蓋造,蓋建,修造,蓋,造,支持,造成,造就,放膽;源自(οἰκοδομή)=建築);由(οἶκος)*=住處)與(δῶμα)=廈)組成,而 (δῶμα)出自(δελεάζω)Z*=建造)。這字也用來描寫信徒屬靈生長的建造,如:被建造成為靈宮( 彼前2:5)。參讀 (ἑτοιμάζω)同義字參讀 (οἶκος)同源字
出現次數:總共(39);太(8);可(4);路(12);約(1);徒(3);羅(1);林前(6);加(1);帖前(1);彼前(2)
譯字彙編
1) 建造(6) 太7:24; 太7:26; 路6:48; 路7:5; 羅15:20; 加2:18;
2) 蓋(4) 路6:48; 路6:49; 路12:18; 路14:28;
3) 匠人(4) 太21:42; 可12:10; 路20:17; 彼前2:7;
4) 造就(4) 林前8:1; 林前14:4; 林前14:4; 林前14:17;
5) 建造起來(3) 太26:61; 太27:40; 可15:29;
6) 蓋了(2) 太21:33; 可12:1;
7) 你們修造(2) 路11:47; 路11:48;
8) 放膽(1) 林前8:10;
9) 建立(1) 帖前5:11;
10) 你們要⋯造(1) 徒7:49;
11) 被建造(1) 彼前2:5;
12) 被建立(1) 徒9:31;
13) 造就人(1) 林前10:23;
14) 蓋建(1) 路14:30;
15) 你們建造(1) 太23:29;
16) 我要建造(1) 太16:18;
17) 我要造(1) 可14:58;
18) 造(1) 路4:29;
19) 才造成的(1) 約2:20;
20) 又蓋造(1) 路17:28;
21) 造成(1) 徒7:47

English (Woodhouse)

builder

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)