δυσφροσύνη

From LSJ
Revision as of 10:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσφροσύνη Medium diacritics: δυσφροσύνη Low diacritics: δυσφροσύνη Capitals: ΔΥΣΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: dysphrosýnē Transliteration B: dysphrosynē Transliteration C: dysfrosyni Beta Code: dusfrosu/nh

English (LSJ)

ἡ, A anxiety, care, Hes. Th.528, Simon.86 (both times in Ep. gen. pl. δυσφροσυνάων): pl., E.Tr.597 (lyr.), Ph.2.75.

German (Pape)

[Seite 690] ἡ, Mißmuth, Kummer; Hes. Th. 528, im plur.; vgl. Simonid. Ath. X, 447 a.

Greek (Liddell-Scott)

δυσφροσύνη: ἡ, στενοχωρία, μέριμνα, φροντίς, Ἡσ. Θ. 528, Σιμων. παρ’ Ἀθην. 447Α, - ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις κατὰ Ἐπ. γεν. πληθ. δυσφροσυνάων.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
chagrin, inquiétude.
Étymologie: δύσφρων.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Morfología: [plu. gen. -έων Hes.Th.102, -άων Hes.Th.528, Simon.73D.; dat. -αισι E.Tr.597]
1 pena, aflicción εἰ γάρ τις καὶ πένθος ἔχων ... δυσφροσυνέων ἐπιλήθεται Hes.Th.102, Ἡρακλέης ... ἐλύσατο δυσφροσυνάων Héracles lo liberó de sus penas a Prometeo, Hes.Th.528, οὐδ' ἂν δυσφροσύνας ... θνητὸς ἀνὴρ ... προφύγοι Thgn.1189, οἶνον ἀμύντορα δυσφροσυνά<ω>ν vino que ahuyenta las penas Simon.l.c., op. εὐφροσύνη Hp.Morb.Sacr.14, Chrysipp.Stoic.3.19, τὰς δυσφροσύνας ἐκποδὼν ποιησάμενοι Ph.2.75.
2 irritación, indignación c. gen. subjet. οἰχομένας πόλεως ... δυσφροσύναισι θεῶν E.l.c.

Greek Monolingual

δυσφροσύνη, η (Α)
η δυσφρόνη.

Greek Monotonic

δυσφροσύνη: ἡ, στενοχώρια, μέριμνα, φροντίδα, σε Ησίοδ.· Επικ. γεν. πληθ. δυσφροσυνάων.

Russian (Dvoretsky)

δυσφροσύνη:огорчение, печаль Hes.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δυσφροσύνη -ης, ἡ [δύσφρων] plur. zorgen.

Middle Liddell

δυσφροσύνη, ἡ,
anxiety, care, Hes., in epic gen. pl. δυσφροσυνάων. [from δύσφρων