βδέλυγμα
English (LSJ)
ατος, τό, A abomination, τοῖς Αἰγ. πᾶς ποιμήν β. LXX Ge. 43.32, etc.; β. τῶν ἐρημώσεων, ἐρημώσεως, of an idol, ib.Da.9.27, 1 Ma. 1.54, cf. Ev.Matt.24.15.
German (Pape)
[Seite 440] τό, das Verabscheute, Scheusal, LXX.; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
βδέλυγμα: τό, πρᾶγμα βδελυκτόν, δηλ. εἴδωλον ἢ πρᾶγμα προσφερόμενον εἰς εἴδωλα, Ἑβδ. (Δαν. θʹ, 27., 1 Μακκ. αʹ, 54), πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κδʹ, 15· ‒ βδελυγμός, ὁ, παρ’ Ἡσυχ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
NT objet d'horreur, cause d'abomination ; partic. culte des idoles, idolatrie.
Étymologie: βδελύσσομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
abominación de lo ritualmente impuro, LXX Ge.43.32, del cuerpo enfermo, Philost.HE 7.13, esp. de la idolatría τῇ Ἀστάρτῃ βδελύγματι Σιδωνίων LXX 3Re.11.6, ἀπὸ τῶν βδελυγμάτων ὧν ἐποίησατε LXX Ie.51.22, cf. 39.35, ζυγοὶ δόλιοι β. ἐνώπιον κυρίου LXX Pr.11.1, de la soberbia τὸ ἐν ἀνθρώποις ὑψηλὸν β. ἐνώπιον τοῦ θεοῦ Eu.Luc.16.15, cf. Eus.HE 3.5.4, de la maledicencia, Origenes Hom.5.11 in Ier.
• Etimología: v. βδελυρός.
English (Abbott-Smith)
† βδέλυγμα, -τος, τό (< βδελύσσω), [in LXX chiefly for שֶׁקֶץ,תּוֹעֵבָה;]
an abomination, a detestable thing: Lk 16:15, Re 17:4, 5 21:27; τὸ β. τ. ἐρημώσεως (Da LXX 12:11, cf . I Mac 1:54; DB, i, 12f.; DCG, i, 6f.), Mk 13:14, Mt 24:15 (Cremer, 138).†
English (Strong)
from βδελύσσω; a detestation, i.e. (specially) idolatry: abomination.
English (Thayer)
βδελύγματος, τό (βδελύσσομαι), a Biblical and ecclesiastical word; in the Sept. mostly for תּועֵבָה, also for שִׁקוּץ and שֶׁקֶץ, a foul thing (loathsome on acct. of its stench), a detestable thing; (Tertullian abominamentum); Luth. Greuel; (A. V. abomination);
a. universally: ποιεῖν βδέλυγμα ψεῦδος, τό βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως the desolating abomination (others take the genitive, others; e. g. Meyer as a genitive epexegetical) in Josephus, b. j. 4,9, 11ff (the Sept. βδέλυγμα (τῆς) ἐρημώσεως for מְשֹׁמֵם שִׁקּוּץ and שֹׁמֵם שִׁקוּץ, βδέλυγμα τῶν ἐρημώσεων for מְשֹׁמֵם שִׁקוּצִים the abomination (or abominations) wrought by the desolator, i. e. not the statue of Jupiter Olympius, but a little idol-altar placed upon the altar of whole burnt offerings; cf. Grimm on 1 Maccabees, p. 31; Hengstenberg, Authentie des Daniel, p. 85f; (the principal explanations of the N. T. phrase are noticed in Dr. James Morison's Commentary on Matthew, the passage cited).)
Greek Monolingual
το (AM βδέλυγμα) βδελύσσομαι
σίχαμα, κάτι σιχαμένο, που προκαλεί αηδία
αρχ.-μσν.
σίχαμα, είδωλο ή κάτι που προσφέρεται στη λατρεία των ειδώλων.
Greek Monotonic
βδέλυγμα: τό (βδελύσσομαι), πράγμα ή είδωλο που προκαλεί αποστροφή, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
βδέλυγμα: ατος τό гнусность, мерзость (τὸ β. τῆς ἐρημώσεως NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βδέλυγμα -ατος, τό [βδελύττω] gruwel, het weerzinwekkende:. τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως de gruwel der verwoesting NT Mt. 24.15.
Middle Liddell
βδελύσσομαι
an abomination, i. e. an idol, NTest.
Chinese
原文音譯:bdšlugma 不得呂格馬
詞類次數:名詞(6)
原文字根:憎惡 相當於: (שִׁקּוּץ) (תֹּועֵבָה)
字義溯源:可憎恨的人或物,極可厭的事物,可憎惡的,道德上令人厭棄的事物;源自(βδελύσσομαι)=憎恨),而 (βδελύσσομαι)出自(βδελύσσομαι)X*=惡臭)。有些事物,是人所尊貴的,神卻看為可憎惡的( 路16:15)
出現次數:總共(6);太(1);可(1);路(1);啓(3)
譯字彙編:
1) 可憎的(3) 太24:15; 可13:14; 啓21:27;
2) 可憎之物(2) 啓17:4; 啓17:5;
3) 可憎惡的(1) 路16:15