περινοστέω

From LSJ
Revision as of 12:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περινοστέω Medium diacritics: περινοστέω Low diacritics: περινοστέω Capitals: ΠΕΡΙΝΟΣΤΕΩ
Transliteration A: perinostéō Transliteration B: perinosteō Transliteration C: perinosteo Beta Code: perinoste/w

English (LSJ)

A go round, visit, inspect, περὶ τὰς κλίνας Ar.Th.796; παλαίστρας Id.Pax762; τὰ τεκτόνων ἔργα Plu.2.155c: metaph., π. τινὰ ἀπάτῃ circumvent, Aesop.204b. 2 abs., go about, stalk about, π. ὥσπερ ἥρως Pl.R.558a; of vagrants, Ar.Pl.121,494, D.19.255; π. σχολὴν ἄγοντα Alex.28, cf. Alciphr.1.10 (cj.), Jul.Ep.89.

German (Pape)

[Seite 583] umgehen, begehen, wie περιέρχομαι; Ar. Thesm. 796 Plut. 121. 494; Plat. Rep. VIII, 558 a; Sp., wie Luc. Tim. 13 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

περινοστέω: περιέρχομαι ὅπως ἴδω ἢ ἐπιθεωρήσω τι, περί τι Ἀριστοφ. Θεσμ. 796· τὰς παλαίστρας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 762· τὰ τεκτόνων ἔργα Πλούτ. 2. 155G·- μεταφορ., προσπαθῶ νὰ φέρω τινὰ γύρω, «νὰ τὸν βάλλω εἰς τὸ δίκτυ», «ἀλώπηξ ἀπάτῃ περιενόστει τὸν κόρακα» Μῦθοι Αἰσώπου 206 (γ) ἔκδ. Κοραῆ. 2) ἀπολ., περιέρχομαι, περιφέρομαι, π. ὥσπερ ἥρωςΠλάτ. Πολ. 558Α· ἐπὶ ἀλητῶν, Ἀριστοφ. Πλ. 121, 494, Δημ. 421. 22· π. σχολὴν ἄγοντα Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 36.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 aller et revenir d'un lieu dans un autre ; parcourir, faire le tour de, acc.;
2 faire le tour pour examiner, acc..
Étymologie: περί, νοστέω.

Greek Monotonic

περινοστέω: μέλ. -ήσω, περιέρχομαι ολόγυρα, επισκέπτομαι ή επιθεωρώ, τὰςπαλαίστρας, σε Αριστοφ.
2. απόλ., περιφέρομαι, περιτριγυρίζω, επισκέπτομαι ή επιθεωρώ, στον ίδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

περινοστέω:
1) ходить вокруг, обходить (περὶ τὰς κλίνας Arph.; τὰ λιθοξόων ἔργα Plut.);
2) прохаживаться (ὥσπερ ἥρως Plat.);
3) бродить, блуждать Dem.: ἢν μὴ τυφλὸς ὢν περινοστῇ Arph. если (Плутос прозреет и) не будет блуждать слепым.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-νοστέω rondgaan, rondlopen langs, abs. en met περί + acc.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to go round, to visit or inspect, τὰς παλαίστρας Ar.
2. absol. to go about, stalk about, Ar., Plat.