φήνη
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
English (LSJ)
ἡ, a kind of A vulture, perhaps lammergeyer, Gypaëtus barbatus, φῆναι ἢ αἰγυπιοί Od.16.217, cf. 3.372, Ar.Av.304, Arist.HA592b5, 619b23, cf. φίνις; sacred to Athena, Ael.NA12.4.
German (Pape)
[Seite 1269] ἡ, eine Adlerart; (Od. 3, 372. 16, 217; Ar. Av. 304; Arist H. A. 8, 3. 9, 34), bei Plin. ossifraga.
Greek (Liddell-Scott)
φήνη: ἡ, πιθ. = ἁλιαίετος, θαλάσσιος ἀετός, ἔχων χρῶμα σποδοειδές, ossifragus, φῆναι ἢ αἰγυπιοὶ Ὀδ. Π. 217, πρβλ. Γ. 372, Ἀριστοφ. Ὄρν. 304, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3. 2., 9. 34, 2· πτηνὸν ἱερὸν τῆς Ἀθηνᾶς, Αἰλιαν. π. Ζ. 12. 4.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
orfraie, sorte d'aigle, oiseau.
Étymologie: DELG étym. incertaine.
English (Autenrieth)
sea-eagle, osprey, Od. 3.372 and Od. 16.217.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. είδος αρπακτικού πτηνού, πιθ. ο γενειοφόρος γυπαετός·2. ιερό πτηνό της Αθηνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ονομασία αρπακτικού πτηνού, η οποία, κατά μία άποψη, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bhā- / bh(e)ә2- «λάμπω, φωτίζω» (βλ. λ. φως) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. —με αναβιβασμό του τόνου— του θηλ. ενός επιθ. με επίθημα -νό-ς δηλωτικού χρώματος (πρβλ. κελαι-νός, περκ-νός). Αρχική, επομένως, σημ. του επιθ. αυτού θα ήταν η σημ. «λαμπρός, φωτεινός» (πρβλ. τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. φηνός·λαμπρός, ο οποίος πρέπει να συνδεθεί με την οικογένεια αυτή) και η χρησιμοποίησή του για τη δήλωση του πτηνού αυτού μπορεί να ερμηνευθεί από το λαμπερό λευκό χρώμα του κεφαλιού και το υπόξανθο χρώμα της κοιλιάς του. Για ανάλογες περιπτώσεις ονομάτων πτηνών που προέρχονται από επίθ. δηλωτικά φωτεινότητας ή σκοτεινότητας πρβλ. κύκνος, μόρφνος. Κατ' άλλη άποψη, οι τ. φήνη, φηνός ανάγονται στη ρίζα της λ. φῶς, έχουν, όμως, σχηματιστεί από ένα θ. σε -σ-, φᾱσ-νο- (πρβλ. αρχ. ινδ. bhās-a- «φως, λάμψη», το οποίο χρησιμοποιείται και ως ονομασία πτηνού
για την παρεκτεταμένη μορφή της ρίζας βλ. και λ. φημί). Τέλος, οι συνδέσεις της λ. με τη λ. φωνή ή με το αρχ. νορβ. bani «δολοφόνος» δεν θεωρούνται πιθανές].
Greek Monotonic
φήνη: ἡ, πιθ. = ἁλιαίετος, θαλάσσιος αετός, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
φήνη: ἡ орлан, по по друг. коршун Hom., Arph., Arst.
Middle Liddell
φήνη, ἡ,
prob. = ἁλιαίετος, the sea-eagle, Od., Ar.
Frisk Etymology German
φήνη: {phḗnē}
Grammar: f.
Meaning: N. eines großen Raubvogels, viell. Lämmergeier (Od., Ar., Arist., Opp. u.a.; ausführlich Thompson Birds s.v.).
Derivative: Davon Φηνεύς m. (Apollod.), Φηνώ f. (Paus.); s. Boßhardt 131.
Etymology: Ohne überzeugende Etymologie. Von Osthoff Etym. parerga 1, 246 mit aind. bhāsaḥ m. N. eines Raubvogels verglichen (Grundform *bhēs-nā od. *bhās-nā). Andere, ganz willkürliche Hypothesen bei Holthausen KZ 73, 97: entw. zu φωνή oder zu awno. bani m. Totschläger, Mörder. Risch 91 vermutet darin eine ursprüngliche Farbbezeichnung ("hell?") wie περκνός, κελαινός u. a.; vgl. noch die Vogelnamen μόρφνος und κύκνος.
Page 2,1011