παραφυής

From LSJ
Revision as of 13:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "")

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφῠής Medium diacritics: παραφυής Low diacritics: παραφυής Capitals: ΠΑΡΑΦΥΗΣ
Transliteration A: paraphyḗs Transliteration B: paraphyēs Transliteration C: parafyis Beta Code: parafuh/s

English (LSJ)

ές, growing beside, of extra fingers, Paul.Aeg.6.43: παραφυές, τό, = παραφυάς, Arist.Rh.1356a25.

German (Pape)

[Seite 507] ές, das daneben Wachsende, συμβαίνει τὴν ῥητορικὴν οἷον παραφυές τι τῆς διαλεκτικῆς εἶναι, Arist. rhet. 1, 2, wie das Vorige.

French (Bailly abrégé)

ής, έν;
qui croît auprès ; τὸ παραφυές ramification.
Étymologie: παραφύω.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ παραφύω
μσν.
(για περισσότερα δάκτυλα από τα κανονικά) αυτός που φυτρώνει παραπλεύρως
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ παραφυές
η παραφυάδα («συμβαίνει τήν ρητορικήν οἷον παραφυές τι τῆς διαλεκτικής εἶναι», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

παραφυής: -ές, αυτός που αναπτύσσεται δίπλα, παραφυές, τό = παραφυάς, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραφυής -ές [παραφύω] terzijde groeiend; subst. τὸ παραφυές zijtak.

Middle Liddell

παραφυής, ές
growing beside: παραφυές, = παραφυάς, Arist.