συμπεριπατέω
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
walk round or about with, τινι Pl.Prt.314e, Men.117: abs., τοὺς συμπεριπατοῦντας their companions in walking round, Arist. Rh.1409b24, cf. J.Vit.63, Them.Or.22.269b.
German (Pape)
[Seite 986] mit, zugleich, zusammen umhergehen, τινί; Plat. Prot. 314 e; Men. bei D. L. 6, 93; Luc. bis acc. 32.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριπᾰτέω: περιπατῶ ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλάτ. Πρωτ. 314Ε, Μένανδρ. ἐν «Διδύμοις» 1· ἀπολ., τοὺς συμπεριπατοῦντας, τοὺς μετ’ αὐτῶν περιπατοῦντας, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 9, 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se promener autour de ou circuler avec, τινι.
Étymologie: σύν, περιπατέω.
Greek Monotonic
συμπεριπᾰτέω: μέλ. -ήσω, περπατώ εδώ κι εκεί, περιφέρομαι μαζί με κάποιον, τινί, σε Πλάτ.· απόλ., οἱ συμπεριπατοῦντες, σύντροφοι στο περπάτημα, στην πορεία εδώ κι εκεί, συνταξιδιώτες, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
συμπεριπᾰτέω: вместе прогуливаться, прохаживаться (τινι Plat., Men., Luc.): οἱ συμπεριπατοῦντες Arst. вместе гуляющие.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-περιπατέω samen (met...) rondwandelen; met dat. met iem.
Middle Liddell
fut. ήσω
to walk round or about with, τινί Plat.: absol., οἱ συμπεριπατοῦντες their companions in walking round, Arist.