νήδυια
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ων, τά, bowels, entrails, Il.17.524, A.R.2.113, Nic.Al. 381.
German (Pape)
[Seite 251] τά, die Eingeweide; Il. 17, 524; auch sp. D., wie Ap. Rh. 2, 113. – Die Schreibung νηδύϊα ist falsch, Lob. Phryn. 494.
Greek (Liddell-Scott)
νήδυια: (οὐχὶ νηδύΐα, Λοβ. Φρύνιχ. 494), ων, τά, ὡς τὸ νηδύς, τὰ ἐντόσθια, ἔντερα, Ἰλ. Ρ. 524, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 113, Νικ. Ἀλεξιφ. 381· - Ἐπικ. γεν. νηδυιόφιν, (ἐκτὸς ἂν εἶναι ἀντὶ νηδυόφιν), Μόσχ. 4. 78.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
entrailles.
Étymologie: νηδύς.
English (Autenrieth)
(νηδύς), pl.: bowels, Il. 17.524†.
Greek Monolingual
νήδυια, τὰ (Α) νηδύς
σπλάγχνα, εντόσθια, έντερα.
Greek Monotonic
νήδυια: -ων, τά (νηδύς), εντόσθια, έντερα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
νήδυια: τά внутренности (тела) Hom.