ἔφαλος
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
ον, (ἅλς B) on the sea, of seaports, Κήρινθόν τ' ἔφαλον Il.2.538, cf. 584, S.Aj.190 (lyr.); οἰκία Philostr.Im.1.12; ἡ ἔ. (sc. γῆ) the coast, Luc.Am.7.
German (Pape)
[Seite 1112] am Meere, am Meeresufer gelegen; von Städten, Il. 2, 538. 584; κλισίαι Soph. Ai. 190; ἡ ἔφαλος, sc. γῆ, die Küste, Luc. Amor. 7; – auf dem Meere, ναῦς, Meerschiff, Posidipp. bei Ath. XIII, 596 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἔφᾰλος: -ον, (ἅλς) ὁ παρὰ τὴν θάλασσαν κείμενος, παράλιος, ἐπὶ λιμένων. Κήρινθόν τ’ ἔφαλον Ἰλ. Β. 538, πρβλ. 584, Σοφ. Αἴ. 192· ἡ ἔφ. (δηλ. γῆ), ἡ παραλία, Λουκ. Ἔρωτ. 7. ΙΙ. ἐπὶ πλοίων, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 596D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
situé près de la mer, maritime.
Étymologie: ἐπί, ἅλς¹.
English (Autenrieth)
(ἅλς): situated on the sea, epithet of maritime cities, Il. 2.538, 584. (Il.)
Greek Monolingual
ἔφαλος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα, ο παράλιος (α. «Κήρινθόν τ' ἔφαλον», Ομ. Ιλ.
β. «ἔφαλος οἰκία», Φιλόστρ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἔφαλος (ενν. γῆ)
η παραλία, η ακτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -άλος (< ἅλς «θάλασσα»), πρβλ. αμφί-αλος, πάρ-αλος].
Greek Monotonic
ἔφᾰλος: -ον (ἅλς), παραλιακός, παράλιος, λέγεται για λιμάνια, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἔφᾰλος: [ἅλς I]
1) приморский (πτολίεθρον Hom.);
2) находящийся на берегу моря (κλισίαι Soph.).
II ἡ (sc. γῆ) берег, побережье, взморье Luc.
Middle Liddell
ἔφ-ᾰλος, ον [ἅλς]
on the sea, of seaports, Il., Soph.