ἀντιδέχομαι

From LSJ
Revision as of 10:16, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδέχομαι Medium diacritics: ἀντιδέχομαι Low diacritics: αντιδέχομαι Capitals: ΑΝΤΙΔΕΧΟΜΑΙ
Transliteration A: antidéchomai Transliteration B: antidechomai Transliteration C: antidechomai Beta Code: a)ntide/xomai

English (LSJ)

receive in return, A.Ch.916; ἀμοιβὰς κακάς Cat.Cod. Astr. 2.211; ἔδωκα κἀντεδεξάμην E.IA1222.

German (Pape)

[Seite 251] dagegen empfangen, Aesch. Ch. 903; Eur. I. A. 1222.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδέχομαι: ἀποθ., δέχομαί τι ἢ λαμβάνω ὡς ἀντάλλαγμα ἀντὶ ἄλλου, ποῦ δῆθ’ ὁ τῖμος, ὅντιν’ ἀντεδεξάμην; Αἰσχύλ. Χο. 916· ἔδωκα κἀντεδεξάμην Εὐρ. Ι. Α. 1222.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀντεδεξάμην;
recevoir en échange.
Étymologie: ἀντί, δέχομαι.

Spanish (DGE)

1 recibir a su vez ποῦ δῆθ' ὁ τῖμος ὅντιν' ἀντεδεξάμην; A.Ch.916, φίλας χάριτας ἔδωκα κἀντεδεξάμην E.IA 1222, ἀμοιβὰς κακὰς παρ' αὐτῶν ἀντιδέξεται Cat.Cod.Astr.2.211.
2 cambiar por νυκτὸς ... σφυρὸν Ἰφίκλειον Call.Fr.75.45 (tm.).
3 recoger un refrán de otros, Basil.H.Myst.60.

Greek Monolingual

ἀντιδέχομαι (Α)
δέχομαι, παίρνω κάτι ως αντάλλαγμα.

Greek Monotonic

ἀντιδέχομαι: μέλ. -δέξομαι, αποθ., αποδέχομαι ή παραλαμβάνω ως αντάλλαγμα, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδέχομαι: получать взамен (τῖμος, ὅντινα ἀντεδεξάμην Aesch.; φίλας χάριτας Eur.).

Middle Liddell


Dep. to receive or accept in return, Aesch., Eur.