τηγανίζω

From LSJ
Revision as of 10:42, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηγανίζω Medium diacritics: τηγανίζω Low diacritics: τηγανίζω Capitals: ΤΗΓΑΝΙΖΩ
Transliteration A: tēganízō Transliteration B: tēganizō Transliteration C: tiganizo Beta Code: thgani/zw

English (LSJ)

fry in a τήγανον, Posidipp.5 (Pass.), LXX 2 Ma.7.5, Dsc.5.3 (Pass.), J.AJ7.8.1: metaph., dub. in BGU665 ii 3 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 1105] im Tiegel, in der Pfanne schmelzen oder braten, Posidipp. bei Poll. 10, 98.

Greek (Liddell-Scott)

τηγᾰνίζω: ὡς καὶ νῦν, Ποσείδιππ. ἐν «Ἀποκλειομένῃ» 3, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ζ΄, 5), ποιητ. ἀπαρ. παθ. ἀορ. τηγανισθῆμεν ἐκ διορθώσ. τοῦ Ahrens ἐν Ἐπιχ. 24.

French (Bailly abrégé)

frire.
Étymologie: τήγανον.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ταγηνίζω Α τήγανον/ τάγηνον
ψήνω κάτι στο τηγάνι μέσα σε καφτό λάδι, βούτυρο ή λίπος (α. «τηγανίζω αβγά» β. «ἐξ ᾠῶν καὶ τυροῦ τετηγανισμένου», Αριστοφ.)
νεοελλ.
μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον
μσν.-αρχ.
βασανίζω και θανατώνω στην πυρά (α. «ὁ πλούσιος πυρὶ τηγανιζόμενος μετὰ θάνατον», Ευστ.
β. «ἐκέλευσε τῇ πυρᾷ προσάγειν ἔμπνουν καὶ τηγανίζειν», ΠΔ)
αρχ.
μέσ. τηγανίζομαι
μτφ. φλέγομαι, έχω δυνατή επιθυμία για κάτι («ἐτηγανίζετο ἀναβῆναι, ὅπως σὲ παρακαλέσῃ εὐλαβεῖν αὐτήν», πάπ.).