ὀβριμοεργός
English (LSJ)
όν, doing strong deeds, but always in bad sense, doing deeds of violence or wrong, esp. against the gods, σχέτλιος, ὀ. Il.5.403; ἀτάσθαλον, ὀ. 22.418, cf. Hes.Th.996, Callin.3.
German (Pape)
[Seite 289] starke, gewaltige Thaten thuend, bes. Frevelhaftes gegen die Götter unternehmend; Il. 5, 403. 22, 418; Hes. Th. 996; Callinic. bei Strab. XIV, 647; Man. 5, 177.
Greek (Liddell-Scott)
ὀβρῐμοεργός: -όν, ὁ ἰσχυρὰ ἔργα ἐκτελῶν, ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ πράττων βίαια ἔργα ἄδικος, ἰδίως ἐναντίον τῶν θεῶν, ἀνόσιος, σχέτλιος, ὀβριμοεργὸς Ἰλ. Ε. 403· ἀτάσθαλον, ὀβρ. Χ. 418, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 996.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui agit avec force ou violence, particul. hardi, audacieux, terrible.
Étymologie: ὄβριμος, ἔργον.
English (Autenrieth)
(ϝέργον): worker of grave or monstrous deeds, Il. 5.403 and Il. 22.418.
Greek Monolingual
ὀβριμοεργός, -όν (Α)
(επικ. τ.)
1. αυτός που εκτελεί ισχυρά, δηλ. βίαια έργα
2. (κατ' επέκτ.) άδικος, ιδίως προς τους θεούς, ασεβής, ανόσιος («σχέτλιος, ὀβριμοεργός, ὅς οὐκ ὅθετ' αἴσυλα (ῥέζων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + -εργός (< ἔργον)].
Greek Monotonic
ὀβρῐμοεργός: -όν (*ἔργω), αυτός που βιαιοπραγεί, ανόσιος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀβρῐμοεργός: дерзновенный, нечестивый, преступный Hom., Hes.