κουρίζω
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
English (LSJ)
(A), (κοῦρος A) intr., A to be a youth, σάκος... ὃ κουρίζων φορέεσκε Od.22.185, cf. A.R.1.195; to be a girl, Id.3.666; παῖς ἔτι κουρίζουσα Call.Dian.5, cf. Arat.32. 2 cry like a babe, Call.Jov. 54. 3 of dolphins, κ. ἑὸν σθένος attain the strength of youth, Opp. H.1.664. II trans., bring up from boyhood or bring up to manhood, ἄνδρας Hes.Th.347. III κουρίζεσθαι· ὑμεναιοῦσθαι, Hsch.
(B), (κείρω, κουρά) clip, shear, aor. 1 κούριξαν· ἀπεκειραν, Id.:—Pass., κυπάρισσος ἡ κουριζομένη = cypress which sprouts when clipped, Thphr.HP2.2.2.
Greek (Liddell-Scott)
κουρίζω: (κόρος, κοῦρος) ἀμετάβ., εἶμαι νεανίας, σάκος... ὃ κουρίζων φορέεσκεν Ὀδ. Χ. 185, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 195· εἶμαι κοράσιον, ὁ αὐτ. Γ. 666. 2) ἀνδροῦμαι, Ὀππ. Ἁλ. 1. 664. ΙΙ. μεταβ., ἀνατρέφω ἐκ τῆς παιδικῆς ἡλικίας εἰς τὴν ἀνδρικήν, ἄνδρας Ἡσιόδ. Θεογ. 347· ἴδ κουρίδιος, ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être jeune.
Étymologie: κοῦρος.
English (Autenrieth)
only part., when a young man, Od. 22.185†.
Greek Monolingual
(I)
κουρίζω (Α) κούρος (Ι)
1. είμαι νέος, νεάζω
2. φωνάζω σαν βρέφος
3. γίνομαι ενήλικος, ανδρώνομαι («ἀλλ' ὅτε κουρίζουσιν ἑὸν σθένος», Οππ.)
4. ανατρέφω κάποιον από την παιδική ηλικία μέχρι να μεγαλώσει
5. μέσ. (κατά τον Ησύχ.) κουρίζομαι
παντρεύομαι.
(II)
κουρίζω (Α) κουρά
1. (κατά τον Ησύχ.) κουρεύω
2. παθ. κουρίζομαι
(για φυτά) κλαδεύομαι συνεχώς και αναβλαστάνω («παρὰ τούτοις γάρ ἐστιν ἡ κουριζομένη κυπάριττος», Θεόφρ.).
Greek Monotonic
κουρίζω: (κόρος, κοῦρος), αμτβ.,
I. είμαι νέος, σε Ομήρ. Οδ.
II. μτβ., ανατρέφω από την παιδική ηλικία, σε Ησίοδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουρίζω [κοῦρος] jong zijn:. ὃ κουρίζων φορέεσκε (het schild) dat hij in als jongen placht te dragen Od. 22.185. met acc. grootbrengen:. αἵ... ἄνδρας κουρίζουσι (Oceaniden) die (kinderen) tot mannen grootbrengen Hes. Th. 347.
Russian (Dvoretsky)
κουρίζω:
1) быть молодым: κουρίζων Hom. будучи молодым, в молодости;
2) воспитывать, взращивать (ἄνδρας Hes.).
Middle Liddell
κουρίζω, κόρος, κοῦρος
I. intr. to be a youth, Od.
II. trans. to bring up from boyhood, Hes.