ἔξωρος
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
ον, (ὥρα) A untimely, out of season, unfitting, ἔξωρα πράσσω S.El.618. 2 too late, too old, superannuated, Aeschin.1.95, Plu. Sull.36, Luc.Herm.78, al. (also glossed by ἐξαέτης as though ἕξωρος, EM350.2): c. gen., too old for .., τοῦ ἐρᾶν Luc.Merc.Cond.7. Adv. ἐξώρως, ἔχειν τοῦ ἀποδημεῖν Philostr.VS1.21.8.
German (Pape)
[Seite 891] (ὥρα), außer der Zeit; – a) unzeitig, ἔξωρα πράσσω κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Soph. El. 618, VLL. ἄκαιρος. – b) über die Blüthe der Jahre hinaus, VLL. παλαιός, παρηκμακώς, zu alt, Aesch. 1, 95; γυνή, verblüht, Luc. Alex. 6; γέρων ἤδη καὶ παντὸς ἡδέος ἔξωρος Hermot. 78, wie τοῦ ἐρᾶν, über das Alter, wo man verliebt ist, hinaus, merc. cond. 7; Plut. Sull. 36 u. a. Sp. – Auch adv., ἐξώρως ἔχειν τοῦ ἀποδημεῖν Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξωρος: -ον, (ὥρα) ἔξω τοῦ καιροῦ, ἀνάρμοστος, ἀπρεπής, μανθάνω δ’ ὁθούνεκα ἔξωρα πράσσω κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Σοφ. Ἠλ. 618· ὁ ἔξω τῆς ὥρας τῆς νεότητος, μὴ πλέον νεαρός, οὐτοσὶ δὲ ἔξωρος ἐγίνετο Αἰσχίν. 1. 95· οὗ, καίπερ ἐξώρου γενομένου, διετέλει... ἐρᾶν Πλουτ. Σύλλ. 36· μετὰ γεν., ὁ μὴ δυνάμενος ἕνεκα τῆς προκεχωρηκυίας ἡλικίας αὐτοῦ ν’ ἀπολαύσῃ τινός, γέρων ἤδη καὶ παντὸς ἡδέος ἔξωρος Λουκ. Ἑρμότ. 78. - Ἐπίρρ. ἐξώρως ἔχειν τινὸς Φιλόστρ. 521. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξώροις· γραίαις, ἢ γέρουσιν» καὶ «ἔξωρον· τὸν παρηκμακότα, ἄκαιρον, ἢ παλαιὸν».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n’est pas de saison, intempestif, déplacé;
2 qui n’est plus de saison, vieux, suranné ; avec le gén., qui a passé l'âge de.
Étymologie: ἐξ, ὥρα.
Greek Monolingual
ἔξωρος, -ον (AM)
1. παράκαιρος («ἔξωρα πράσσω κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα» — ενεργώ παράκαιρα και ανάρμοστα, Σοφ.)
2. αυτός που έχει περάσει πια την κατάλληλη εποχή ή ηλικία για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + ώρα «εποχή, καιρός»].
Greek Monotonic
ἔξωρος: -ον, (ὥρα), παράκαιρος, ανεπίκαιρος, πρόωρος, εκτός εποχής, ακατάλληλος, σε Σοφ.· αυτός που απομακρύνεται από την υπηρεσία του λόγω ορίου ηλικίας, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
ἔξωρος:
1) несвоевременный, неуместный: ἔξωρα πράσσειν Soph. совершать неуместные поступки, действовать некстати;
2) вышедший из (подходящего) возраста, слишком старый (τοῦ ἐρᾶν Luc.): ἔ. γενέσθαι Aeschin., Plut. состариться.
Middle Liddell
ἔξ-ωρος, ον [ὥρα]
untimely, out of season, unfitting, Soph.:— superannuated, Aeschin.