δεδοκημένος
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
irreg. part. pf. of δέχομαι (Ion. δέκομαι), in act. sense, waiting, watching, Il.15.730, Hes.Sc.214, A.R.4.900; δ. ἥντινα ῥέξει μῆτιν waiting, to see .., ib.1660: c. acc., observing, φάσιας Nic.Th. 122; watching, Nonn.D.30.88, al.: c. gen., ἤματος Arat.559.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo ép.]
part. perf. irreg. de δέκομαι, δέχομαι acechando, aguardando abs. ὅ γ' ἑστήκει δ. Il.15.730, ἐπ' ἀκτῆς ἧστο ἀνὴρ ἁλιεὺς δ. Hes.Sc.214, cf. A.R.4.900, c. gen. ἤματος Arat.559
•c. ac. esperando a ver δεδοκημένοι ἥν τινα ῥέξει μῆτιν ἀνωίστως A.R.4.1660, Πληιάδων φάσιας δ. Nic.Th.122, ἔλαφον Opp.H.1.238, cf. 672, Nonn.D.30.88.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δεδοκημένος: ἀνώμαλ. μετοχ. πρκμ. τοῦ δέχομαι (Ἰων. δέκομαι) μετ᾿ ἐνεργ. σημασ.= ἀναμένων, περιμένων ἐν ἐνέδρᾳ,Ἰλ. Ο.730, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 214· -δὲν πρέπει νὰ συγχέηται μετὰ τοῦ Ἀττ. δεδόκημαι ἐκ τοῦ δοκέω.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui attend, qui s'attend à.
Étymologie: part. de δεδόκημαι.
English (Autenrieth)
see δοκάω.
Greek Monolingual
-η, -ον
βλ. δέχομαι.
Greek Monotonic
δεδοκημένος: ανωμ. μτχ. του δέχομαι (Ιων. δέκομαι), με Ενεργ. σημασία, αυτός που αναμένει, περιμένει σε ενέδρα, αυτός που υποδέχεται, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· δεν πρέπει να συγχέεται με το Αττ. δεδόκημαι από το δοκέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεδοκημένος ptc. perf. med.-pass. van δοκέω.
Middle Liddell
irreg. partic. of δέχομαι (Ionic δέχομαι), in act. sense, waiting, lying in wait, Il., Hes.;—not to be confounded with attic δεδόκημαι from δοκέω.