ἀπόχωσις
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
εως, ἡ, damming up, ἀ. ποταμοῦ bar, Plu.Ant.41.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ dique ἐμβολῆς ποταμοῦ Plu.Ant.41.
German (Pape)
[Seite 337] ἡ, das Ab-, Verdämmen, Plut. Ant. 41.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόχωσις: -εως, ἡ, ἡ διὰ χωμάτων ἀπόφραξις, ἀπ. ποταμοῦ Πλουτ. Ἀντ. 41.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
levée, digue, fortification.
Étymologie: ἀποχώννυμι.
Greek Monotonic
ἀπόχωσις: -εως, ἡ (ἀποχώννυμι), απόφραξη ενός ποταμού με επιχωμάτωση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόχωσις: εως ἡ преграждение, запруживание (ποταμοῦ Plut.).
Middle Liddell
ἀποχώννυμι
the damming up of a river, Plut.