ἀστυφέλικτος

From LSJ
Revision as of 14:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστῠφέλικτος Medium diacritics: ἀστυφέλικτος Low diacritics: αστυφέλικτος Capitals: ΑΣΤΥΦΕΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: astyphéliktos Transliteration B: astypheliktos Transliteration C: astyfeliktos Beta Code: a)stufe/liktos

English (LSJ)

ον, unshaken, undisturbed, βασιλεία X.Lac.15.7; θεός Call.Del.26; Ἅιδης Epigr.Gr.540.3; ὕπνου χάριν AP9.764(Paul. Sil.); σῶμα Orph.Fr.168.22; ἀσκηθής ἐν νευσὶ καὶ ἀ. ἐπ' αἴῃ Sammelb. 5829.3.

Spanish (DGE)

(ἀστῠφέλικτος) -ον
1 de abstr. y de pers. inquebrantable βασιλεία X.Lac.15.7, Iul.Or.1.14d, cf. Et.Gen.1321, ἀσκηθὴς ἐν νευσὶ καὶ ἀ. ἐπ' αἴῃ IMEG 10.3 (II a.C.)
de la divinidad o de dioses concr. inderrocable θεός Call.Del.26, Ἄκμων Nonn.D.28.311, ᾍδης IGBulg.12.228.3 (Odesos), cf. Orác. en SEG 27.933.1 (= Theos.Tub.13.39), Epic.Alex.Adesp.7.9.
2 de concr. firme σῶμα Orph.Fr.168.22, νηός IGBulg.4.2086 (Pautalia II/III d.C.), χῶμα AP 7.748 (Antip.Sid.), δόμος Nonn.D.45.330.
3 ininterrumpido ref. al sueño AP 9.764 (Paul.Sil.).

German (Pape)

[Seite 379] unerschüttert, fest, Xen. Luc. 15, 7; Antp. Sid. 51 (VII, 748) u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστῠφέλικτος: -ον, «ἀτίνακτος» Σουΐδ., «ἄσειστος» Ἡσύχ.˙ ἀδιάσειστος, ἀδιατάρακτος, ἀκράδαντος, βασιλεία Ξεν. Λακ. 15, 7˙ θεὸς Καλλ. εἰς Δῆλ. 26˙ Ἅιδης Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 540. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inébranlable.
Étymologie: , στυφελίζω.

Greek Monolingual

ἀστυφέλικτος, -ον (Α) στυφελίζω
ο αδιάσειστος, ο ακράδαντος.

Greek Monotonic

ἀστῠφέλικτος: -ον (στυφελίζω), ακίνητος, αδιατάρακτος, αδιάσειστος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀστῠφέλικτος: непоколебимый, незыблемый (βασιλεία Xen.; sc. λάϊνον χῶμα Anth.).

Middle Liddell

στυφελίζω
unshaken, undisturbed, Xen.