ἀστυφέλικτος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ον, unshaken, undisturbed, βασιλεία X.Lac.15.7; θεός Call.Del.26; Ἅιδης Epigr.Gr.540.3; ὕπνου χάριν AP9.764(Paul. Sil.); σῶμα Orph.Fr.168.22; ἀσκηθής ἐν νευσὶ καὶ ἀ. ἐπ' αἴῃ Sammelb. 5829.3.
Spanish (DGE)
(ἀστῠφέλικτος) -ον
1 de abstr. y de pers. inquebrantable βασιλεία X.Lac.15.7, Iul.Or.1.14d, cf. Et.Gen.1321, ἀσκηθὴς ἐν νευσὶ καὶ ἀ. ἐπ' αἴῃ IMEG 10.3 (II a.C.)
•de la divinidad o de dioses concr. inderrocable θεός Call.Del.26, Ἄκμων Nonn.D.28.311, ᾍδης IGBulg.12.228.3 (Odesos), cf. Orác. en SEG 27.933.1 (= Theos.Tub.13.39), Epic.Alex.Adesp.7.9.
2 de concr. firme σῶμα Orph.Fr.168.22, νηός IGBulg.4.2086 (Pautalia II/III d.C.), χῶμα AP 7.748 (Antip.Sid.), δόμος Nonn.D.45.330.
3 ininterrumpido ref. al sueño AP 9.764 (Paul.Sil.).
German (Pape)
[Seite 379] unerschüttert, fest, Xen. Luc. 15, 7; Antp. Sid. 51 (VII, 748) u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστῠφέλικτος: -ον, «ἀτίνακτος» Σουΐδ., «ἄσειστος» Ἡσύχ.˙ ἀδιάσειστος, ἀδιατάρακτος, ἀκράδαντος, βασιλεία Ξεν. Λακ. 15, 7˙ θεὸς Καλλ. εἰς Δῆλ. 26˙ Ἅιδης Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 540. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inébranlable.
Étymologie: ἀ, στυφελίζω.
Greek Monolingual
ἀστυφέλικτος, -ον (Α) στυφελίζω
ο αδιάσειστος, ο ακράδαντος.
Greek Monotonic
ἀστῠφέλικτος: -ον (στυφελίζω), ακίνητος, αδιατάρακτος, αδιάσειστος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀστῠφέλικτος: непоколебимый, незыблемый (βασιλεία Xen.; sc. λάϊνον χῶμα Anth.).
Middle Liddell
στυφελίζω
unshaken, undisturbed, Xen.