ἐναπόλειψις
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
English (LSJ)
εως, ἡ, leaving of empty spaces within, κενῶν Thphr.Sens.62.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
deposición en el interior, acumulación depositada dentro τῶν κενῶν de espacios vacíos, Thphr.Sens.62 (= Democr.A 135), πνεύματος Alex.Aphr.in Top.50.22 (pero tal vez l. por ἐναπόληψις, q.u.).
German (Pape)
[Seite 828] ἡ, das Darinzurücklassen, Theophr. im plur., Plut. san. tu. p. 401.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπόλειψις: -εως, ἡ, τὸ ἀπολείπειν τι ἔν τινι, Θεόφρ. π. Αἰσθ. 62˙ ἐναπ. πνευμάτων Πλούτ. 2. 134C.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
dépôt, résidu.
Étymologie: ἐναπολείπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐναπόλειψις: εως ἡ задержка (πνευμάτων ἐναπολείψεις Plut.).