δεραιοπέδη

From LSJ
Revision as of 18:04, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεραιοπέδη Medium diacritics: δεραιοπέδη Low diacritics: δεραιοπέδη Capitals: ΔΕΡΑΙΟΠΕΔΗ
Transliteration A: deraiopédē Transliteration B: deraiopedē Transliteration C: deraiopedi Beta Code: deraiope/dh

English (LSJ)

ἡ, collar, AP6.14 (Antip. Sid.), 9.76 (Antip.).

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Alolema(s):AP 6.14 (Antip.Sid.); δειροπέδη Gr.Naz.Mul.Orn.229, An.Boiss.4.373
1 lazo que aprieta el cuello usado para cazar pájaros AP l.c., 9.76 (ambos Antip.Sid.).
2 collar, torque para el cuello Gr.Naz.l.c.

German (Pape)

[Seite 548] ἡ, = δειροπέδη, Ant. Sid. 15. 62 (VI, 14 IX, 76).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
collet pour les oiseaux.
Étymologie: δέραιον, πέδη.

Greek (Liddell-Scott)

δεραιοπέδη: ἡ, = δειροπέδη, Ἀνθ. Π. 6. 14., 9. 76.

Greek Monolingual

δεραιοπέδη, η (Α)
η δεροπέδη, το περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέραιον + πέδη «ο δεσμός, το δέσιμο» (πρβλ. ιστοπέδη, ισχνοπέδη)].

Greek Monotonic

δεραιοπέδη: ἡ, κολάρο, περιλαίμιο, βρόχος, θηλιά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δεραιοπέδη: ἡ Anth. = δεράγχη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεραιοπέδη -ης, ἡ [δέραιον, πέδη] Dor. acc. δεραιοπέδαν, strop.

Middle Liddell

a collar, Anth.